η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βατίστας Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βατίστας Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Θρόισμα (Ανδρέας Βατίστας)

Αυτή η συννεφιά αρματώνει
τους σημαδευτές απέναντί μου
αναμένοντας αρμέγματα
λοβοτομημένων εγκεφάλων
μπας και ξεράσουν μέλλον
το ρημάδι παρελθόν υποβόσκει
ανεπιθύμητα υποχρεωτικά μαθήματα άνοιας.
Η επιδερμίδα μετά το κύλισμα
στην εκφορά του λόγου
θρόισμα φαντάζει.
Τα δαγκωμένα ειπωμένα λόγια να ξεχνάς,
χάδια λέξεις είναι αγγίγματα,
διορθώνουν τις εξισωμένες ανορθογραφίες.
Η επιτόπια επαλήθευση προγραμματίστηκε
όταν οι μασκαράδες θα χορεύουν
στα προσκεφάλια της αλαζονείας.

Σελίδες



Κάνοντας περιπετειώδεις ονειρώξεις

πήρα πολλές σελίδες παράδοσης

πετώντας τις, στις 6 ή στις 2 γεύσεις,

μέσα στο σεμινάριο της ακαμψίας,

ποδοπάτησα μιά οχιά κραυγαλέα

και προσήλθα διευρυμένος

με τροποποιημένους στόχους.



Μια ανάμνηση από τρύπες

δημιούργημα  εκθεσιασμού

ασυγκράτητα και ασύγκριτα

γίνονται και θα γίνουν

στη τσέπη οι όψεις

των κτηρίων και των προσώπων

γιατί όλοι νοιάζονται.



Δύσμορφες χοντρές κωμωδίες

αποσιωπημένες τραγωδίες

παίρνοντας πίσω και αφήνοντας

ψεύτικους ενθουσιασμούς

σίγουρες επιλογές ατμόσφαιρας

ωμές διαπιστώσεις από ταλαντούχους ηλίθιους. 



Οι ρυθμιζόμενοι ήχοι επικοινωνώντας,

ενισχύουν μετωπικές διαπραγματεύσεις

σε πολυπόθητα στάδια εκκίνησης

αρμενίζοντας σε χαμένες επαναλήψεις

ψάχνοντας στα σκουπίδια λάμψεις,

ξεσκονίζοντας όνειρα και ελπίδες σβηστές.

ΣΥΜΒΟΛΑ ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΑ ΣΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ

Μια παράξενη ελπίδα
μια απρόσμενη οπτική.
Κάποιο νούμερο βγαλμένο
απ’ τον τρόμο
στοιχειώνει αιώνια τις ψυχές
αντίκρυ στο ανάποδο θείο.
Σύμβολα ετερόκλητου στο απαρέμφατο
στ’  όνομά του περπάτησαν σκουλήκια
με ωμή σάρκα τρέφονται ακόμα
και με όνειρα υπέροχων θνητών
μέσα σε μια γωνιά  κατοικούν
ανάμεσα στο κρανίο και τα σπλάχνα,
που με περίσσια μαστοριά
τοποθέτησαν πανέξυπνοι τύραννοι
πολλούς αιώνες πριν.

Ο ΓΕΡΟΣ ΙΝΔΙΑΝΟΣ

Ο γέρος ινδιάνος, άναψε την πίπα του
οι γύρες της άναψαν πόθους
έκαναν τις κλειδωμένες αμπάρες ν'ανοίξουν
ξέχειλες οι φαντασιώσεις απλώθηκαν στο χώρο
Τα μάτια μικρά και κόκκινα
έβλεπαν σουρεαλιστικές οπτασίες
Τα λόγια αλληγορικά γεύονταν τις πέτρες
Ο Γέρος άναψε ξανά την πίπα του
Ο καπνός έκανε τα σύννεφα να τσούξουν
τα συκώτια και τα ελάφια γονάτισαν
και οι αρκούδες σώπασαν
το φεγγάρι θόλωσε και τα βουνά μεγάλωσαν
τα φώτα χαμήλωσαν καταχνιά.
Ο Γέρος γέμισε θολά και άναψε.
Οι τσιμινιέρες άρχισαν και τελείωσαν
τα λουλούδια που έβγαιναν ήταν κόκκινα
τα κεφάλια στον αέρα και τα πόδια πατούσαν γη.
Οι μαύρες θάλασσες χαμογελούσάν λευκά
Και τα δένδρα έγιναν πράσινα ξανά. .
Ο Γέρος άναψε την πίπα του.
Η γύρα άφησε εαυτούς και αλυσίδες
πέταξαν ανάλαφρα στο χώρο γελούσαν
το χώμα ανέβηκε ο ουρανός ήρθε χαμηλά
Και έπιασε τ' αστέρια τα λαμπρά
τα έντονα πια χρώματα διαπερνούσαν
τα μάτια μέχρι τις κόρες και τις
μεμβράνες στο μυαλό αντάμα.
Στο κρανίο μέσα το αίμα ανά6λυζε
τα όργανα όλα δυνάμωναν.
Το στόμα ξερό ζητούσε γλύκες
ελαφριά πέρασαν στο χώρο.
Ο Γέρος έκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε
σταυρώνοντας τα χέρια έγινε παιδί
να τρέχει στα λιβάδια όπως τότε.

Να επιπλεύσουμε

Μια αρκούδα ή ακρίδα με τέσσερα κεριά στη δεξιά της ράχη,
έσκαβε μιά καθημερινή εκατόμβη,
έχοντας στο σαγόνι ένα κόκκινο αρχαίο λείψανο,
που στήριζε μια ξύλινη λαβή περασμένη από το αριστερό αυτί.
Άναψα τα δύο κεριά, μέρα μεσημέρι,
αναστατώνοντας τους περαστικούς.
Κανείς δεν κάνει κάτι τέτοιο, εκτός και αν είναι μεσάνυχτα. 
Τα βλέμματα τους ήταν δακρύβρεχτα και νοσηρά.
Πάνω στον περιοδεύων θίασο, σταλθήκαν όλα τα παιδιά, τρικλίζοντας και χασκογελώντας.
Άλλη μια κραυγή θα βγάλουμε να ακούσουμε στα δευτερεύοντα κράτη και στα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Πρόστυχα λερωμένα σακάκια, φορεμένα από χωριάτικες γίδες,
Βραστές και ψητές μέσα στα πιάτα των τουριστών.
Με χτυπημένα δόντια και αριστερά πόδια.
Καταπίνοντας βότσαλα πεταμένα στα ρηχά,
Πιστεύοντας ό,τι κι αν μας πουν οι μεγαλύτεροι,
ό,τι φύλο κι αν είναι.
Τα γεγονότα που δεν μάθαμε και ακόμα περισσότερο
που δεν έγιναν ποτέ,
διαφεντεύουν το διάβα μας και διαποτίζουν το είναι μας
με ψεύτικα χαμόγελα και ανατριχιαστικά κοκαλιάρικα κλαδικά ακούσματα
ανακατεμένα με παιχνιδιάρικα επιφωνήματα.
Δεν μπορούμε να ακούσουμε λόγια ούτε να πούμε κουβέντες καθαρές και δεν θέλουμε  πια.
Η σαφήνεια της έκφρασης της αρκούδας ή της ακρίδας
είναι αυτή που ξεκαθάρισε το μέλλον των γενεών που έρχονται
και το παρελθόν που θα έρθει
από αυτούς που το αποφάσισαν ανάβοντας τα κεριά όπως πρέπει
για να είναι το κοινό χαρούμενο και πειθήνιο
γιατί έτσι μπορούν να επιπλεύσουν.

-ΩΝΩ

Χρειάζομαι την δύναμη του μαγικού μου ονείρου
για να σωριάσω πίσω μου κάθε εμπόδιό μου
ν' αρχίσω να κτυπώ κάθε σκουριά στο σώμα
να καθαρίζω τις βρωμιές τώρα.
Η νωχελική προσμονή μου στης μπύρας
τα παιχνίδια
με ποτίζει με καίει με τρώει με φτύνει
και εγώ
μόνος μιλώ σε τοίχους
τα δάκρυά μου μόνα τρέχουν
μέσα από γρίφους.

Μερικές σταγόνες αλάτι

Μερικές σταγόνες αλάτι λίγα πικρά σενάρια

Πέρασαν απόμερα πιο πριν,

κρυφτήκαν στα λημέρια τους

θέριεψαν μαζί τις τρανές ορέξεις τους,

τις βρώμικες φιλοδοξίες τους.

Ανυποψίαστοι κατατροπωνόμαστε

υπαίτιοι για κάθε τραύμα μας

στριγκλίζουν στ’ αυτιά μας.

Καρτερικά παραμονεύουμε

νωχελικά καραδοκούμε


Πόσα ερωτήματα ψαλίδια

Μια κολώνα ή κολόνια ή κιλότα

ένα βαμβακερό τόπι άχρωμο

μια γραμμή για το ύψος

συνάντηση Ηρώων ίσως

Χοροπηδώντας όλοι μαζί

στο ρυθμό της γιορτής

Γιατί το τετράγωνο είναι πάντα ισόπλευρο

όσο και να θέλεις να το αλλάξεις.


Κάθε ανάποδη ρεκλάμα κάθε ευθεία γραμμή

περνοδιαβαίνει στο Κρανίο

πιρουνιάζει τα κατάβαθα

Πυροδοτώντας κάθε αντίδραση

κάνοντας το βάδισμα σούρσιμο σαλιγκαριού

ασάλιωτο – επώδυνο.

Θέλω 7.000 βόμβες

να βγάλω από το στόμα, από τα’ αυτιά, τα μάτια

να τις πετάξω σε κάθε κατεύθυνση.

Οι εκρήξεις να σωριάσουν

όλες τις σκέψεις σας και τις απόψεις σας

για τις παντός επιστητού

αλάνθαστες γνώμες σας

για τα γυμνασμένα σας δάχτυλα

αυτά που μπαίνουν στις πληγές σας,

από εσάς φτιαγμένες.


Τέσσερα κουμπιά τέρατα φέτας άσπρα

μουσικές γραμμές πνιχτές άναρθρες

συναθροίσεις από τάπες και μπουκάλια από σωλήνες

ή πλάκες μαύρου χνώτου.

Λίγες μέγιστες ουτοπίες με λεπτά περιοδικά γυαλίσματα

έστρωσαν το τέταρτο πέπλο

εκεί κάτω αριστερά από τα τωρινά θέλω

Πρόσεχε τις λεκιασμένες λακκούβες

έξυπνα κατάκοπες, νέες έτοιμες για ξεπουλήματα

στο γερμένο σωφρονισμό

Μάταια στολίσματα, μαγεμένος ομφαλός

μα βρώμικος κόκκος αλατιού

Ξεπλυθείτε και περάστε απέναντι.

ΡΟΥΧΑ

Ξεβράκωσε τις ντυμένες ιδέες σου,

δώσε σε μένα τα γεννητικά τους όργανα

Να τα φάω να τα χωνέψω.

Αλλά είσαι δειλός και βλάκας

ποτέ δεν θα γυμνωθείς

πάντα με ρούχα βαριά

ντυμένος θα' σαι

θα τα φοράς όπως όλοι τους.

Όλοι αυτοί είναι πάντα φασκιωμένοι ζεσταίνονται, σκάνε

μέσα σε ποτάμια βρωμερού ιδρώτα

Γιατί έτσι το θέλησαν

οι άλλοι πέρα απ' αυτούς

Αυτοί που έχουν τα ρούχα.

‘Εξωση

Καλημερίζοντας την κάθε έξωση

καθώς πρέπει ένταση στο υπέρ του χθες

και ξέρεις κάθε τι όταν θα εναντιώνεσαι

στο ούτε που θες να ξέρεις.

Στη γιορτή του ούτε, στο ξεφάντωμα του νου

μέσα από μεγάλα μπορώ

είτε σε ανύπαρκτα ίσως

και υστερικά πρέπει, σε ανεπανάληπτα ξέρω.

ΑΝΗΜΕΡΩΤΟΙ

Βγάλε βόλτα το μάτι του σκύλου σου
και άσε το συκώτι της σφίγγας
να περιφέρεται παράτολμα στην αυλή μας
Οι διαλεκτοί συνάδελφοι πρέπει
να βαφτούν στα χρώματα της αρεσκείας μας
χωρίς αντίρρηση
. γιατί μέλλον δεν θα υπάρξει.
Τα έντομα ξέρουν και παραλαμβάνουν
την αλληλογραφία τους
Εμείς όμως όχι
μείναμε ανημέρωτοι απ' την
τελευταία λέξη της μόδας
γι' αυτό άλλωστε φοράμε ακόμα ρούχα.

ΜΠΕ! Ε! Ε!

Φώναζαν όλη μέρα
μπε Ι ε! ε!
με προσπάθεια άρχισα να φωνάζω
η ζωή του προβάτου πονεμένη.

Πρόσεχε τους τρόπους τους το
Βλοσυρό βλέμμα τους
το πονεμένο
μάθε τους και κτίστους
στο κλουβί τους μόνοι
εκεί που τους αρμόζει.

Το χαμόγελό μου τραυλίζει,
στις προσταγές του εγώ μου
που ήρθα και δεν ...
Οι μέρες περνούν
κάθε στιγμή πετραδάκια στη ζωή μας
κτίζουν το θάνατό μας.


Οι νέοι τσαρλατάνοι

Περιλουσμένοι από ιστορικές ανατάσεις

από νέους τρανούς σκοπούς

αγοράζουμε μελλοντικές ορέξεις

χορεύοντας σε ρυθμούς γνώριμους και μη.


Καθώς οι νέοι τσαρλατάνοι περιτριγύρισαν

ακούστηκαν φωνές από μέσα

μικρές πάνω, βροντερές βαθιά,

και εμείς ανάμεσα και περίτρανα αλαφιασμένοι

υπομένοντας τα θέλω να αναβλύζουν,

ξύνοντας τις αδιάφορες στιγμές ακόμα.

Μερικά ανύπαρκτα μπορεί

θέλουν να πιρουνιάζουν την κάθε στιγμή μας.

Ξενδιάντροπα ανεχόμαστε

τις κάλπικες ανατάσεις του νου

αναπάντεχα συντριβόμαστε στις βολές των όπλων

ανεξέλενχτα σημαδεμένοι.

Περνούν οι σημαδευτές μέσα από τρύπιες μελωδίες

ακούγοντάς’ τες μόνο τις ώρες τις σιωπής

της σιωπής του υπέρτατου συγχρονισμού,

μετρώντας τόνους αγωνίας

καραδοκούμε ψίχουλα ανέμελου καταυλισμού ψυχής

εξοικονομώντας παρατάσεις χαλαρού βίου.


Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης