η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Απροσδιόριστο (Δημήτρης Παπαλιάς)

Στεκόταν απέναντι

ανέγγιχτος από τον ήλιο
στο χέρι του κρατούσε πέτρες.
Τις μετρούσε ξανά και ξανά
μη τυχόν και λείπει κάποια.
Πήρε την απόφαση.
Έφυγε αφήνοντας πίσω του
τα σχέδια για την αυριανή μέρα.

Η ΜΑΝΝΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (Β.Α.)

 Έγερνε η μέρα αλαργινά αλλοχωρίτη ήλιο

ζαβό  κοπάδι έμπαινε βελάζοντας στη στάνη

κι έφευγε μες τ’ απόβραδο της κορυφής προσήλιο

που στη ματιά αντιφέγγιζε του ταπεινού τσοπάνη.

 

Στο χιόνι απάνω άφησε ο γερο βοσκός τ’ αχνάρια

κι άναψε λάμπα σε φτωχό καλύβι να φωτίζει

λαμπύρισε κι ο ουρανός απόθαμπα άστρα ανάρια

ξερό κεδρό μες τη φωτιά τινάζεται και τρίζει.

 

Μα απόψε αλλιώτικη η βραδιά για τον καλό ειν’ ποιμένα

που’ χει κλεισμένο στην καρδιά της Βηθλεέμ τ’ αστέρι

μαχαίρια ’γίναν του χαμού χρόνια τα προδομένα

απ’ όσα  νιότης η χαρά του είχε πρώτα φέρει.

 

Μόνος ! και φεύγει η σκέψη του! Στην άγια νύχτα πάει

στα ωσαννά  Άγγελος κι αυτός ! Άγγελος φωτοφόρος!

μέσα στην άρρητη χαρά του Θείου σπηλαίου πετάει

όπου γεννήθηκε Θεός ανθρώπων Λυτροφόρος.

 

Είχε αποκοιμηθεί γλυκά σαν βρέφος να ’ν σε μάνα

αόρατη μία μορφή του κράταγε το χέρι

των Χριστουγέννων ορθρινή ακούστηκε  καμπάνα

κι έλαμπε στην Ανατολή της Βηθλεέμ τ’ αστέρι.

Νέα Νάγκμπα* (Χρίστος Σκανδάμης)

 Ήταν εφτά του Οκτώβρη κοντά στη ροδαυγή

όταν κάποια φαντάσματα από τη μαύρη γη

πετάχτηκαν  και όρμησαν στου Ηρώδη τα λημέρια.

Σαν κεραυνοί ακούστηκαν τα λιανοντούφεκά τους

κι αφού κάποιους ομήρους άρπαξαν,

πάλι μεσ’ τα λαγούμια τους

έτρεξαν να κρυφτούν.

Ο Ηρώδης σαν το άκουσε, (παρ’ ότι λεν πως το ‘ξερε),

πολύ του κακοφάνη, θύμωσε κι εξεμάνη.

Μάζεψε ευθύς τ’ ασκέρι του μ’ αεροπλάνα,

βλήματα και άρματαμάχης φοβερά,

και όρμησε σαν τάχα αμυνόμενος,

εκδίκηση να πάρει.

Δίχως αιδώ χωρίς ντροπή και διάκριση καμία

άρχισε κι ακόμα συνεχίζει αμάχους νέους,

γυναίκες, νήπια και γέρους να σκοτώνει

και τα φτωχά τους κτίσματα να τα ισοπεδώνει.

Χιλιάδες είναι οι νεκροί άπειροι οι τραυματίες

αλλά η δίψα μένει ακόρεστη

του Δράκουλα για αίμα.

Ο μέγας Αυτοκράτορας, ο μπάρμπα Σαμ

και οι ανθύπατοι τοπάρχες των δυτικών επαρχιών

τα όπλα τα πιο φονικά του στέλνουν αφειδώς

το έργο το θεάρεστο για να  ολοκληρώσει

και τους απίστους που αντιστέκονται

να τους εξαφανίσει.

Όμως οι τυφλοπόντικες σα να τανε βρικόλακες

βγαίνουνε  απ’ τους τάφους τους

κι όσο μπορούν 

με κάτι λιανοντούφεκα χτυπάνε

και σκοτώνουνε τους πάνοπλους στρατιώτες του Ηρώδη.

Και μήνες τώρα δώδεκα με δύναμη και σθένος       

τολμούν να αντιστέκονται.

 

Και ο διαρκής αγώνας συνεχίζεται  


*Νάγκμπα  καταστροφή

Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ (Β.Α.)

 Ο νιος βοριάς χρωμάτιζε γαλάζιο του ουρανού

με τον Αετό διαβαίναμε τα πέλαγα του νου

τις πολιτείες μια νεφή σκέψη είχε προδώσει

τη μάνα κοίτη ο ποταμός με μπόρα είχε πληγώσει.

 

Στ’ αγνάντια κοκκινόμαλλο ησύχαζε χωριό

ξεπρόβαλε απ’ τα έλατα φάσσας συμπεθεριό

και του Νοέμβρη οι πινελιές το λόγγο είχαν σβήσει

με πορφυρένια χρώματα τον είχαν ζωγραφίσει.

 

Κι η μάνα αετός αετόπουλα και ο αετός πατέρας

χάνονταν στον ορίζοντα της φωτεινής της μέρας

κι ο νιος βοριάς που με σκουτιά χοντρά μας είχε ντύσει

της κλάρας άρχιζε χορό και χαίρονταν η φύση.

 

Γέρο έλατοι απόμαχοι από ψηλά κοιτούσαν

πώς με τα κιτρινόφυλλα τα όργανα κερνούσαν

τα νιόφυτα τα λυγερά που στο χορό χορεύαν

κι ήλιου λαμπές βουνοκορφές ζηλευτικά αγναντεύαν.

 

Κι όλα αυτά ανάμνηση γίναν που πάει να σβήσει

ο Μητροκτόνος άνθρωπος εσταύρωσε τη φύση

για ν’ αναστήσει μια καπνή του παραλόγου πόλη

να’ χει γιορτή τα κλάματα και δάκρυα τη σχόλη.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Γλυκό κελάηδισμα η ζωή,                                                       ,
μυριόστομο,
αντίλαλος,
απόηχος. 
                                                                
Αγλάισμα η σκέψη στην ψυχή,
υμνωδία,
φωτοδότρα,
οδηγήτρα.

Λάμπρισμα οι πόθοι και οι καημοί,
ελπιδοφόροι,
ονειρόγιομοι,
πολυσήμαντοι.

Αρμένισμα τα όνειρα και εντρυφή,
ιδεολογία,
δικαίωμα,
ελευθερία.

Και αγγέλθηκαν άστατοι καιροί,
υποκρισίες,
προσποιήσεις,
παραιτήσεις.

Στην καρδιά η βαθιά ρωγμή,
παιδεμός,
απόγνωση,
απελπισία.

Στόμα βουβό και ματιά θολή,
προσωπική,
ομαδική,
συλλογική.

Ανάγκη πρώτη και η αποδοχή,
ανερώτητη,
ευσχήμονη,
προσήκουσα.

Κι όμως θα χαράξει η αυγή,
ηλιόσταλτη,
ταγμένη,
προορισμένη.

Σύστοιχη η ελπίδα με την ευχή,
μακαρισμός,
ευδοκίμηση,
επιτέλεση.

                                 
Χαρμόσυνο άκουσμα και η βοή,
συνάθροιση,
συνομιλία,
συμφιλίωση.

Ο λόγος μας ελεύθερη φωνή,
έκφραση,
τελετουργία,
αρμονία.

Και η πίστη μας ελεύθερη φωνή,
συντεταγμένη,
εκκωφαντική,
μελωδική.

Με την αλήθεια ελεύθερη φωνή,
αμφισβήτηση,
αποζήτηση,
ολοκλήρωση.

Μετρώντας το κενό (Δημήτρης Παπαλιάς)

Ύστερα χάθηκες

πιθανόν να αποσύρθηκες

στα ιδιαίτερα δώματά σου

σχεδιάζοντας τις επόμενες κινήσεις σου.

Σε έβλεπα που έφευγες

ενώ εγώ προσπαθούσα και αναρωτιόμουν

πως μπορούσα να συμπεριφερθώ

σκαρφαλώνοντας στις πλαγιές

των ανεκπλήρωτων οργασμών.

Ακολούθησα τις πινακίδες

γραμμένες στη γλώσσα που επινόησες

ο δρόμος γεμάτος στροφές δίπλα σε γκρεμό

αναζητώντας το εφικτό

δεν κατάφερα να ταξιδέψω στο όνειρο

ο πυρωμένος αέρας το παρασύρει στο διάβα του

λάβα πυρακτωμένη ρέει

από την πληγή που κακοφόρμισε στα στήθη μου.

Εσύ πλαισιωμένη από φόρμες

αποδίδεις τα νοήματα ελευθερόστομα

αναζητώντας σχήματα λόγου

προκειμένου να εκφράσεις

με την αρμόζουσα συμπεριφορά

την αργοπορία σου στη λήψη

τετελεσμένων αποφάσεων.

Πάνω στο σώμα μου ο ιδρώτας ζωγραφίζει λίμνες

που στα σκοτεινά τους νερά κρύβονταν ύδρες

τα όνειρα καταβροχθίζοντας

και εσύ αναζητάς επιλογές που αντέχονται

καθώς το πρόσωπό σου καθρεφτίζεται

στα θολά νερά της όξινης βροχής

που λιμνάζουν στους χέρσους αγρούς

και τα εγκαταλειμμένα οικόπεδα.

Φως (Νίκος Νασόπουλος)

Δύσκολοι καιροί
σε δρόμους τριγυρνάνε
γκρίζους,
ψάχνεις το φως με ήλιο ντάλα,
το φως δεν είναι ήλιος,
είναι Φως...
γίνεται κι από ήλιο
κι από χώμα
κι από ανθρώπους.... 

ΛΕΥΚΟ ΞΩΚΛΗΣΙ (Β.Α.)

Πάλι αναφόρμισε η πληγή του τυχοδιώκτη χρόνου

στο σώμα του νεανικού πρωτάνθιστου Απρίλη

της μνήμης που ’φερε γλυκά αύρας μυστικοφώνου

φωνή μία υγρόδακρη με της  ψυχής τα χείλη.

 

Κι έλεε! Σιωπάτε οι καιροί να ακούσουμε τ’ αηδόνι

που τραγουδούσε κάποτε της νιότης μας τραγούδι

κι απ’ τον πρωτόβγαλτο ανθό που ηλιόδυση θαμπώνει

κόψτε σ’ αγάπη την παλιά δώστε της το λουλούδι.

 

Μ΄ ανθός κι η αγάπη η παλιά ανθός και το λουλούδι

εφήμερα που ντύθηκαν λευκή χαρά του κόσμου

ψεύτικη μια συνέχεια και τ’ αηδονιού τραγούδι

και μια ελπίδα που έβαλε ο Έσπερος εντός μου.

 

Φαίνεται ο κύκλος μοναστή την πόρτα του έχει κλείσει

κι απόδειπνη ετοιμάζεται παράκληση να ψάλλει

το ίδιο μον’ παλιότερο το ταπεινό ξωκλήσι

στη στράτα των ελπίδων μας  απόθαμπα προβάλλει.

NOOΤΡΟΠΙΕΣ (Γεώργιος Βελλιανίτης)

Μου  είπαν  τρέχα.

Εγώ  δε,  έτρεχα.

Ακόμα  τρέχω.

Τώρα  πιά  έμαθα.

 

Αυτοί  σταμάτησαν.

'Εμειναν  πίσω.

΄Ετσι  αναγκάστηκα

να  τους  αφήσω.

 

Νοοτροπίες,

άλλες.  Αλλόκοτες.

Χωρίς   ελπίδες.

Στείρες.  Απόκοττες.

 

Επεριφρόνησαν

την  ύπαρξή  μας.

΄Ασχημα  έπαιξαν

με  την  ψυχή  μας.

 

Μας  κατεβάσανε

μέχρι  τον  ΄Αδη.

Μας  κυνηγήσανε

πρωϊ  και  βράδυ.

 

Μας  εξαπάτησαν.

Τα  πάντα  πάτησαν.

Καί  τις  ελπίδες

τις  εξαφάνισαν.

 

'Υστερα  θέλουνε

νάχουν  προτίμηση.

Μάταια   ψάχνουν

λίγη  εκτίμηση.

 

Μα  εμείς  έχουμε

Ψυχή  Γενναία.

Δρόμο  ανοίγουμε.

Σελίδα  νέα !.....

ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΛΛΑΔΑ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Σε χώρες ταξίδεψα πολλές και ξένους τόπους είδα.
Πρωτόγνωροι, ανοιχτοί, σε θέλγητρα απίστευτα μαγικοί,
μα σαν και σένα Ελλάδα γαλανή, τρισένδοξη πατρίδα,
όμοιά σου δε γνώρισα καμιά στα μέρη εκείνα εκεί.

Τ’ αμέτρητα τα κάλλη σου, η πλούσια ομορφιά σου,
μάτια θαμπώνουνε πολλά σε όλη την οικουμένη
και σ’ έχουν τίμημα τρανό, περήφανα τα παιδιά σου
και χαίρονται ανοιχτόκαρδα που σε τιμούν κι οι ξένοι.

Στην αναγνώριση, το θαυμασμό, στης προβολής τα γραπτά,
δόξα  κι αγλάισμα απόχτησες στα χρονικά της ιστορίας,
δόξα που κατακτήθηκε με δόγματα σοφίας και ρητά
και γαλουχήθηκαν λαοί στο πνεύμα της δημοκρατίας.

Επιβουλεύτηκαν πολλοί τ’ αδούλωτο και ιερό σου χώμα,
δυνάστες και κατακτητές στην υποδούλωσή σου να χαρούν,
όμως λεύτεροι πολίτες σε προστάτεψαν κι απέδειξαν ακόμα
πως την αρχαία δάδα της ευθύνης, αναμμένη την κρατούν.

Πρόμαχοι σε Θερμοπύλες, Μικρασίες, σε θάλασσες και βουνά,
λόγιοι και σοφοί στην Πνύκα, την Πόλη, σε Δύση και Ανατολή,
για το λάμπρισμα της ελευθερίας και της φυλής τα ιδανικά,
του πολιτισμού τη λαμπάδα κράτησαν ψηλά κι αέναα φωτεινή.

Και όταν σε κάθε εποχή , δόκιμοι ανεξάρτητων αρχών,
σε προδικάζουν θύμα ευάλωτων καιρών και πατριαρχίας,
μένεις ανοιχτός ναός λατρείας ελεύθερων προσκυνητών,
με πρόσκληση στην επιλογή κι εναλλαγή αδέκαστης εξουσίας.

Δημοτικές εκλογές 2023 (ΧrIstoS)

Τοίχοι κολόνες γέμισαν φάτσες υποψηφίων

που μας κοιτάζουν γελαστοί˙μας καλοχαιρετάνε

και  όλοι τους υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια.

Γεφύρια θα μας φτιάξουνε, ποτάμια θα μας φέρουν

αρκεί να τους ψηφίσουμενα ‘χουνε  εξουσία˙

τότε το δράκο τον κακό θα εξουδετερώσουν

και σ’ όλους μας σε πόλεις και χωριά

θα φέρουνε  και του πουλιού το γάλα.

Και αν πολλοί από αυτούςήταν και χθες

οι  ίδιοι και δεν εκάναν τίποτα,

τώρα βάλανε μυαλό θα εργαστούν με ζήλο

για το δικό μας το καλό και όχι υπέρ πάρτης.

Για τις πλημύρες τις φωτιές

και τ’ άλλα δυστυχήματα

έχουν για όλα λύση.

Γαϊδάρους θα επιτάξουνε να κάνουν δρομολόγια.

Τον Άτλαντα θα φέρουνε την Καλα-τράβα

πέργολα στους ώμους να σηκώνει.

Θαστρέψουν όλες τις βροχές να πέσουνε στις πυρκαγιές

να αλληλοεξοντωθούνε και έτσι να γλυτώσουμε

δίχως δεκάρα τσακιστή για έργα πολυδάπανα.

 

Τέτοιοι οι υποψήφιοι που θέλουν να μας σώσουν.

Ψηφίστε τους από καρδιάς

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΚΑΡΔΙΟΦΥΛΛΑ (Β.Α.,)

 Σκιά από σύννεφο η ζωή

που αλλάζει σχήματα στις κορυφές των λογισμών.

Το μεσημεριανό αεράκι

μετακινεί  τις προσδοκίες

αναζητώντας μια καινούρια άνοιξη.

Μάταια όμως !

Ένα φθινόπωρο ψεύτης

αφήνει λίγο τελευταίο καλοκαιράκι

στην ύπαρξη που την πληγώνει η ελπίδα.

Σιωπηλά πράσινα ακόμα δέντρα

συμμετέχουν στην απαλή αέναη των κύκλων θλίψη.

Το τελευταίο γεμάτο αυγουστιάτικο φεγγάρι

έφυγε προχθές.

Μαζί του πήρε την αγάπη!

Θα ξανάρθει ποτέ;

θα ξανά διαβεί το ποτάμι του χρόνου;

Τα φεγγάρια θα περνάνε!

Αλλά αυτό θα ξανάρθει;

Ξωπίσω άφησε σπίτια κλειστά!

Μνήμες καρδιές σε λευκούς Σταυρούς χαραγμένες!

Πόρνη πόλη!

Απατηλέ του πλήθους θάνατε!

Θεέ μου! Δημιουργέ μου!

Λένε ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο πόνος

τόσο μεγαλύτερη είναι η ευτυχία!

 

Την αντέχουμε όμως;

Θάλασσα (Αλέξης Δάρας)

Κύματα που ξεφυσούν

γαλανά χελιδονίσματα

μιας νηνεμίας αλαργινής

στο απέραντο απλωμένη.

Στην άπλα του γιαλού

στην αύρα τ' ουρανού

βουλιάζει η θάλασσα η λαξεύτρα.

Πέρα νησιά ναυαγισμένα

στα χρυσοπέλαγα του νου.

Νύμφες νεφέλες κυνηγημένες

από αέρηδες σειληνούς.

Μες στα νερά είδα τον πόθο

κι άκουσα το τραγούδι της.

Ήχοι αλλοτινοί

στα σύννεφα κρεμασμένοι

βουτούν σα μαυρογέρακες πετρίτες

στα βυθισμένα σύδεντρα

όπου ενώνονται και ξεσπούν

του ωκεανού οι εσώτερες

αβόλευτες αιτιάσεις.                                     

Και πιο πέρα στην κόκκινη κρασοθάλασσα

το πλεούμενό μας

ταλαντεύεται

μα τελικά ορμάει

σχίζει το παραπέτασμα.

Καταβροχθίζει πύρινα αγάλματα

που τραγουδούν το κάλλος

στις αμμουδιές του χρόνου.

Ωδή στην αντίληψη

που βουτάει μέσα της

ψάχνοντας κόκκο συνείδησης

να τον ρωτήσει 

μήπως είδε κάπου την ψυχή.

26. ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ (Γεώργιος Βελλιανίτης)

                                         Στις  απαιτήσεις  των  καιρών,
                                         τα  θύματα  των  πονηρών,
                                         Σ' αναζητούν,  Δικαιοσύνη.
 
                                         Πέταξε  κάτω  το  μαντήλι,
                                         να  δείς.   Ανάβουνε  καντήλι,
                                         στη  Χάρη  Σου  την  Ιερή.
 
                                         Μα  Εσύ,  φαντάζεις  παγερή.
                                         Σαν  να  μην  ξέρεις  την Αλήθεια.
                                         Λές  καί  Σού  λένε  παραμύθια !
 
                                         Πρόσωπα  άνω  υποψίας,
                                         από  νυκτός  μέχρι  πρωϊας
                                         ανοίγουνε   τάφους  αθώων.
 
                                         Παίζουν  τις  τύχες  των ανθρώπων.
                                         Κινούνται μέσα  στο  σκοτάδι.
                                         Κάνουν συμβόλαια  στον ΄Αδη.
 
                                          Δεν  είναι  αρκετό ν'  ακούς.
                                          Πρέπει να δείς,  όλους  αυτούς,
                                          όπου   ζητούν  ένα  Σου  βλέμμα.
 
                                          Δίνουνε  της  καρδιάς το  αίμα.
                                          Αλλά,  δε  βρίσκουνε  γαλήνη.
                                          Πνίγονται  στου  καϋμού  τη  δίνη.
 
                                         ΄Ελα   λοιπόν,  Δικαιοσύνη !
                                          Βγάλε  επί  τέλους  το  μαντήλι,
                                          να  πιάσει  τόπο  το  καντήλι .........

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης