ποίηση στην εποχή της
εκποίησης
Ένας ..Θανάσης (Ελένη Σέττα)
Κρυμμένοι (Δημήτρης Κουρκουμέλης)
Συμβαίνουν όλα, στη στιγμή.
Μια συνεχόμενη προσαρμογή.
Σε προοδευτική αναβολή.
Ο πλανήτης, "κλινική".
Με οθόνη κινητή
και ψυχοανακατασκευή.
Νόμοι αναβαθμισμένοι.
Η θεραπεία σε προσμένει.
Ακούγεται σε όλη την οικούμενη.
Η αλήθεια μας κρυμμένη
ή για πάντα πια χαμένη
ΕΦΙΠΠΟΣ (Βασίλης Καπράλος)
Πως κάποιο λάθος, έγινε, φωνάξανε.
Τα δυο του πόδια στον αέρα,
πως δεν πρέπουν, στ’ άλογό
σου.
Γιατί στη μάχη, δεν απέθανες…
Τι να απαντήσεις;
Πως ο πόλεμος, δεν τέλειωσε;
Πως είσαι ακόμα, ζωντανή
φοβέρα;
Πως κάτω απ' τις οπλές, ζει
τ' όνειρο,
για να' ρθει η Λεύτερη η
Μέρα;
Πως νύχτες αρματώνεσαι,
‘κείνο το γιαταγάνι;
Που το ξανοίγει ο εχθρός
και την ψυχή του χάνει...;
Και πως μεσ΄ στα χαράματα,
που το έργο σου, τελειώνει,
ο χρόνος τ’ άγαλμα ορθό,
θέλει και το παγώνει;
( ΄Αγαλμα Κολοκοτρώνη )
Ο ποιητής και ο τζίτζικας (Θεοχάρης Παπαδόπουλος)
Ένας τζίτζικας τραγούδαγε
όλο το καλοκαίρι
και το χειμώνα
από την πείνα ψόφησε.
Κανείς δε νοιάστηκε γι’ αυτόν.
Ένας ποιητής
έγραφε συνέχεια
μέχρι που πέθανε στην ψάθα.
Τον ποιητή
τον θάψανε βαθιά
τους στίχους του ερμηνεύοντας
όπως συμφέρει.
Τυχερός ο τζίτζικας.
ΟΤΑΝ (Σοφία Ταναΐνη)
Όταν τελειώσει ο πόλεμος
Το κόκκινο της παπαρούνας
Δεν θάναι από αίμα
Το Θολό του ουρανού
Δεν θάναι από δάκρυα
Η αλμύρα στα χείλη
Δεν θάναι από δίψα
Και στο βάθος της θάλασσας
Θάναι ο δικός μας παράδεισος
ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΗΜΑ (Β.Α.)
Στην κλεψύδρα του σάρκας
αλλάζει πορεία ο χρόνος.
Μακρινές περιπλανήσεις περιμένουν
της ηδονής τον τυχοδιώκτη.
Η ανάσταση της εκσπεράτωσης
προυποθέτει το δικό σου γρήγορο θάνατο.
Ένα αμείλικτο κατηγορώ χρονοδιαστατεί
σφυροκοπώντας τα κενά των συμπάντων.
Τα απορριματοφόρα της μαγνητικής επαιτείας
μεταφέρουν τα τελευταία σκιρτήματα
στις χωματερές των λερομένων σεντονιών.
Η βροχή προσπαθεί να ξεπλύνει
τις σταγόνες της καθαρής νοητής σκέψης.
Ο ήχος της επακόλουθης σιωπής
ετοιμάζει τη μεγάλη μετάνοια.
Στο καζάνι της συνείδησης
κοχλάζουν τα συνήθη κολασμένα συναισθήματα.
Τουλάχιστον το κρυφό δείπνο
είχε μια κάποια συνουσία.
Στη σκάλα της επιστροφής
βαριά πόδια βηματίζουν στην ανηφοριά.
Το χέρι γραπώνει ένα πένθιμο πόμολο.
Ένα ζεστό πιάτο αχνίζει
με ουδέτερη σημασία στο τραπέζι.
Συντροφικό ένα χαμόγελο προσμονής
και ένα χάδι από μια αθώα παιδική ψυχή
σαρώνουν τη θραυσμένη ύπαρξη
με τη σκούπα της αγνότητας.
Η μυστική
ανερμήνευτη
για έλλογο ον αυταρέσκεια
ολοκληρώθηκε.
Η Βαβυλώνα
καθρεφτίζεται πάνω στα μεγάλα πηγάδια
της σπηλαιογονίας των ενστίκτων
που δεν έχουν τέλος
προσθέτοντας κάτι στον απύθμενο χαμό
της αυτόχειρης ανθρώπινης ιδιοφθοράς.
ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ (Γιώργος Αλεξανδρής)
Από τη συμβουλή ως και τη σύσταση,
η απειλητική ματιά κι ο οργισμένος λόγος,
εκεί, στην περιπολία, την επίβλεψη και τη σήμανση,
αυθαίρετα επέβαλαν τη δύναμη της εξουσίας
κι αυτάρεσκα συνταίριαξαν το επίτιμο προσωπείο,
με τη σιγουριά τ’ ανώνυμου και τη φυγοδικία.
Από το ξάφνιασμα ως και τ’ αναρώτημα,
ο αφανέρωτος φόβος και η απροσποίητη σιωπή,
εκεί, στην περιόδευση για τις πεζές ανάγκες,
ανακάλεσαν μνήμες παλιές σε γυάλινες εποχές,
συγκράτησαν φωνήματα έκπληξης και αντιμιλιές
κι ως ένσταση αφέθηκε η απορία και η υπακοή.
Από την άρνηση ως και τη βιαιοπραγία,
ο αστέγαστος ελευθερισμός και οι επίπλαστες θεωρίες,
εκεί, στο χώρο της αντίδρασης και της μισαλλοδοξίας,
πυκνώνουν νεφελώματα σε σκοτεινές συνάξεις,
συντάσσονται ανατροπές σε πρακτικές κατεστημένες
κι αυτομολούν ανεύθυνοι κι ακόλουθοι της τάξης.
Από την επιφύλαξη ως και τη βεβαιότητα,
ο δόκιμος προβληματισμός και η ελεύθερη σκέψη,
εκεί στο επιστέγασμα της κριτικής και του ρεαλισμού,
αδήριτα αντιστέκονται σε συμπάθειες και πλάνες,
τη συνύπαρξη επικροτούν σε θέσεις και αντιθέσεις
κι ως ένσταση δηλώθηκε η επανάσταση της λογικής.
Βιομηχανία βιομηχανών (Αλέξης Δάρας)
Φτωχή μου, δεν έχεις καμιά ελπίδα να ξεφύγεις
απ'
τη φτώχεια σου.
Ό,τι
υπήρχε χάθηκε
ό,τι
υπάρχει τρεμοσβήνει.
Δεν
ξεχωρίζουν πια οι φόβοι απ' τις ελπίδες σου.
Έγιναν
πια τα καρφιά
ένα
με τη σάρκα σου
και
δεν ξέρεις τι πονάει πιο πολύ,
να
τα έχεις μέσα σου
ή
να τα βγάλεις.
Διάσπαση
των ασπασμών.
Διάσπαση
των ατόμων.
Διάλυση
των εθνών.
Σύνδρομο
διάλυσης της προσωπικότητας.
Υπηρεσίες
διαλάλησης της θλίψης.
Βιομηχανία
βιομηχανών
άβουλων
και βουλιμικών .
Βρες
χώρο για τις νευρώσεις,
χρόνο
για τις υποχρεώσεις.
Μην
ξεχάσεις να ταΐσεις το θηρίο.
Φτωχή
μου, δεν έχεις μάθει αλλιώς να ζητάς
παρά
μονάχα σκίζοντας τις σάρκες σου.
Θα
χάνεις πάντα σ' ένα πόλεμο
που
παραμένει ακήρυχτος
κι
ό,τι έχεις να κερδίσεις πολεμώντας
σε
πολέμους που κηρύξαν άλλοι
είναι
μονάχα το να μάθεις
ότι
είναι πλαστοί.
Πάντα
εσύ γλυκιά μου είσαι ο στόχος.
Εσύ
έχεις τη λύση.
Γιατί
κάνεις πως δεν ξέρεις;
Γιατί
δεν σου απευθύνονται τα δέντρα
τα
μπουμπούκια;
Οι
κρυφοί βοηθοί σου
γιατί
δε σ' εμπιστεύονται;
Γιατί
επιμένεις τόσο πιεστικά
να
παριστάνεις τόσο πειστικά
το
αδικημένο αντικείμενο;
ΕΜΠΟΔΙΑ (Άννα Νικ. Κουρκούλη)
ΘΑΛΠΟΣ (Αντώνης Μπουντούρης)
Όσοι μαθαίνουν εύκολα τη γλώσσα του χειμώνα
Ας μπουν
Ν΄αγγίξουν το ζεστό σπονδικό σκεύος
για τις προσευχές
Επιτρέπεται.
Μαυροντυμένα αινίγματα μόνο να μην πουν
κι ελπίδες να μη μοιράσουν
Απαγορεύεται.
Αντώνης Μπουντούρης -απο την ποιητική συλλογή ΕΚΜΑΓΕΙΑ ΑΝΕΜΩΝ-2029 Εκδόσεις Κουκκίδα
Εν Οίδα Ενσώματος (Νίκος Τερζής)
«Εν Οίδα ότι Ουδέν Οίδα»
Αίφνης
Χειροκρότημα Αιώνων
σκέπασε
του Σωκράτη τη Φωνή:
«…
και ουδέν μελέτησα»
Εν
Οίδα ότι άλλος έχει τη Χάρη
κι
άλλος το Παγκάρι
Εν
Οίδα ότι «Μεταβάλλον Αναπαύεται» ο Λογισμός
αν
όχι της Τραπεζικής Θυρίδας ο Λογαριασμός
Εν
Οίδα ότι Τίποτα δεν πάει Χαμένο
ακόμα
και Κατουρημένο
Εν
Οίδα, ότι στην «Έρημη Χώρα» η Χλωρίδα
φύεται
στου Τελαμώνιου Αίαντα
τη
θαμμένη επταβόδινης επένδυσης Ασπίδα
Εν
Οίδα ότι η μόνη Δί-κροκη Αμαρτία
ονομάζεται:
1.
Ανία
2.
Απληστία
Εκκινεί
θρασύδειλα εκ του Ανθρωπάριου
–
άλλοθι έχουν γνωστού Τροπάριου –
εξαπλώνεται
υποχθόνια με τερατώδη Ευωχία
ανθρωπόμορφου
Μεγαλοκαρχαρία
Εν
Οίδα ότι Αν-Άπειρος είναι ο Θεός
δεν
μπορεί να’ χει Αυτογνωσία
Εν
Οίδα, ότι Θεός είναι η Σκέψη
Άλλοτε
σαν Καταιγίδα
Κι
άλλοτε σαν Φαλαινίδα
Ψυχανεμίζεται
Χαμένες Ατλαντίδες
Πλοηγός
«Συλλογικού Ασυνείδητου»
Τεθλασμένη
Ηλιαχτίδα
Εν
Οίδα ότι Τέχνη Αληθινή
δεν
είναι εκείνη που εξηγεί
το
Νόημα δεν καταδίδει σαν Ρουφιάνα
ούτε
φέρνει σε μια ολόκληρη γενιά
«τα
πιο βαθειά Χασμουρητά»
Εν
Οίδα ότι άλλο Κιάτο
–
Ελεγκτής Τρένου Αναγγέλλει –
κι
άλλο Πιάτο
στην
εποχούμενη Ενύπνια Λιχούδα μαντάμ Τσιφόρου
προβάλει
Μαγική Εικόνα παρ’ ελπίδα
ευωχούμενη
επί Πιάτου μία Αφράτη Συναγρίδα
Εν
Οίδα ότι δεν Οίδα
πόσα
Απίδια πιάνει ο Σάκος
πόσα
Φίδια χωράει ο Λάκκος
σε
τι απροσμέτρητο βάθος βρίσκει
η
Πτώση του Ανθρώπου Πάτο
Εν
Οίδα ότι στις Άπειρες Εκδοχές του Αριθμού Τρία
βρίσκεται
πάντα η Διαλεκτική Σύνθεση και η Συν-Ουσία
η
ενότητα του Ανθρώπου με τη Φύση
Εν
Οίδα ότι το Κώνειο Ελιξίριο πικρό
είναι
του Σωκράτη προς Αόρατη Πατρίδα
Αψηφώντας
Εξουσίες
Σφυρηλάτησε
στους Νέους Σικάτες Απορίες
Περιέλουσε
Παγιωμένες Πεποιθήσεις
Περιλάλητες
Ανέμπνευστες Τεμπέλη Ρήσεις
Πως
τάχαμ δήθεν «η Ζωή είναι Μικρή»
στου
Δικαιόπολη το Φιλειρηνικό Τσαρδί
Αλλά
δες, από Άμβωνος ο Τσιόδρας ψάλλει πληροφορεί
της
Δυναστείας βαραίνει η πιο πρόσφατη Απειλή
στεφανώνει
την Κορώνη, μας μαντρώνει στη Μεθώνη
ο
ιός με την Κορώνα κι ο Λοξός με τη Βελόνα
σύναψε
μετά του Θηρίου Συμμαχία Εμβολίου
Εν
Κατακλείδι σε Άπατη Λίμνη πετώντας το Κλειδί
Εν
Οίδα εκφρασμένο παιδιόθεν Αγγλιστί
Ανυπερθέτως
Προτροπή Μπαλάντας Αντηχεί:
«The rules are to be broken
At last the love words to be
spoken»
Νίκος
Τερζής [εν Μυτιλήνη μετά Συγχωρήσεως >>Αύγουστος 2020]
Η ΠΟΛΗ (Φαίη Ρέμπελου)
Άσχημη πόλη
όμορφα φτιασιδωμένη
ακατάλληλη για ενηλίκους ώστε
πέρα απ' τις πολύχρωμες λάμπες
στις γέφυρες,τα κάστρα και τις πέργολες
να μην φωτισθεί ποτέ.
Άσχημη πόλη που καιροφυλαχτείς σαν άγριο κοράκι για όσους θα σηκώσουν κεφάλι κι ανάστημα..
Ένα πέπλο ομίχλης φοράει την πλάνη σου,
τα κύματα της θάλασσας σκεπάζουν τον λόγο.
Όχι πια πετριές στη λίμνη σου
η' αφρούς στο σιντριβάνι.
Τ' όνειρο των ανηλίκων τέκνων σου
να φύγουν μακριά.
Άσχημη πόλη,
είμαστε πλέον κάμποσοι
που δεν κάνουμε για σένα:
Είμαστε γυμνοί
και ζωσμένοι με πυρομαχικά
ΑΣΤΑΘΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Ή ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΒΥΣΣΙΝΙ (Καρίνα Βέρδη)
Όταν νυχτώνει οι άνθρωποι ψάχνουν φωτεινά σημεία
Τα σήματα του αέρα επιστρατεύουν τα πουλιά
Μια ταμπέλα γίνεται για λίγο βυσσινί
Ώσπου να ανάψει καλά
Και να υποσχεθεί αποδημητικές συνέπειες
Καλώδια προσμονής και άκρα ζήση
Στην πεινασμένη σκέψη μου
Το ηλεκτρικό βυσσινί ένα ερωτηματικό
Σε ζεύξη
Με το κατοπτρικό είδωλό σου
Μήπως είσαι εσύ;
Μήπως ήρθες;
Ή άλλη μια νύχτα θα ξεψυχήσει
Γυρνώντας το κλειδί στην εξώπορτα
~Από τη συλλογή Ηλεκτρικό βυσσινί, Όστρια, 2018~
ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ (Γιάννης Γερογιάννης)
Του μηδενός και του ενός (Δημήτρης Α. Δημητριάδης)
Αλίμονο (Δημήτριος Καραγκούνης)
μες την φωνή
έλα εδώ και μη σε νοιάζει
είναι η χαρά ζωή μας και φιλί αιώνα
Γλάρος (Θώμη Μπαλτσαβιά)
Ευκαιρίες… (Ελένη Σέττα)
ο ήλιος άρχισε να καίει,
μα η καρδιά ακόμα κλαίει.
μ’ ακόμα η εικόνα είναι θολή
κι αυτή, η μαγική, η λύση,
κάπου αλλού έχει κολλήσει.
παντού καημός κι αποκαΐδια,
σκηνές π’ ατάκτως είν’ ριγμένες,
ψυχές, ποντίκια, στοιβαγμένες.
κι η ανθρωπιά, με το καντάρι,
ο πόλεμος καλά κρατεί,
παντού το χρήμα διοικεί.
ο άνθρωπος δεν έχει μπέσα,
λυμαίνεται την δυστυχία,
η συμφορά είν’ ευκαιρία.
Πορφύρωμα ζωής (Γιώργος Αλεξανδρής)
και στένευαν οι αλλότριες κι ασύμμετρες εποχές
σε μια άκληρη, απρόσωπη εφημερία
κι έναν ανώριμο και μακάριο εφησυχασμό,
λιγόστευαν τα όνειρα και οι προσδοκίες,
μίκραιναν οι ελπίδες και οι αναμονές
κι οι μέρες ασύνταχτες και δίχως τελειωμό,
δυσοίωνες γλιστρούσαν στη δυσθυμία και την ενοχή.
κενά ψυχής και απουσίες οραμάτων
σε κρυφούς καημούς κι επώδυνες ομολογίες,
αν και η φαντασία σμίλευε σεμνές συνωμοσίες,
αφουγκρασμούς ουράνιους κι επίγειες ανταμώσεις,
απαντοχές ευδόκιμες κι αρμένισμα ευτυχίας,
πέζευε η ζωή χλωμή στου νου τα σταυροδρόμια,
αβάσταχτη συνήθεια σε δόγματα και ρήσεις,
ανάγνωση ρηχή χωρίς προγνώσεις κι αποδράσεις.
την ομορφιά της αρετής και την τελείωση του ήθους
στην αναστάτωση της ψυχής και την πυρπόληση της μνήμης,
στο στέγασμα της μοναξιάς και της τελετουργικής σιωπής,
συστοίχισε τα καθημερινά με στοχασμό και βλέψεις
στον έρωτα και το σεβασμό μ’ αισθήματα αμοιβαία,
συμμάζεψε τα χθεσινά, τα υψιπετή και σκόρπια
απ’ τ’ άγια σεληνόφωτα και τις αστροφεγγιές τις πλέριες
για το κοινό κι ανέφελο πορφύρωμα της ζωής.
Ουράνιο Τόξο (Ανδριάνα Μπιρμπίλη)
Θα κελαηδήσουν πάλι τα πουλιά,