η ποίηση στην εποχή της

Γενιά μου
Σπίθα
Ο θόρυβος της πόλης είναι βόμβος
στο κάθισμα μου, πρωί στις έξι
κάθε αγουροξύπνημα ο εαυτός μου
απέναντι στην επιβολή.
Ο διχασμός που σε μπερδεύει.
Πως σταματάς να σκέφτεσαι;
Από πού παράγεται η γλώσσα;
Ερωτήσεις από τη Δύση στην Ανατολή
και η επιστροφή.
Το εκκρεμές της πλατείας
και μια λύρα από το μπαλκόνι,
με τα γκρι λουλούδια, ακούω.
Αντικατοπτρισμός, κενότητα.
Μελαγχολία και νίκη.
Και ξανά εργασία.
Και ξανά απελευθέρωση.
Και ξανά συνέλευση.
Και ξανά δημοκρατία.
Και ξανά φωνάζει ο Μάης στον Ιούλη
Γενική Απεργία.
Καλό ταξίδι στις πόλεις του Ομήρου
Barouak
πεζοστράτης των κόκκινων αφηγήσεων
κοιτώ το πέταγμα
των κορακιών
πάνω από τα μανιοκαταθλιπτικά
κεφάλια των αγαλμάτων
τα πέτρινα βλέμματα μου προκαλούνε οργή
αγοράζω σκοτάδι
στο παρανάλωμα των λέξεων
ζωγραφίζω με αλγόριθμους
βιντεολόγια προς κάθε βλέμμα
μέρες ψηφιακής χειραψίας
ο έρωτας-η επανάσταση-το νερό
κοινωνικά φύλλα πέφτουν στην καλωδιακή φράντζα μου
σου στέλνω μήνυμα
Καλό ταξίδι στις πόλεις του Ομήρου
εκεί ρώτα για τους ποιητές
που βαδίζουν και παραπαίουν
στις ράχες των μπουκαλιών
τρέχουν στις κεραμοσκεπές
των μυαλών
φωνάζουν ανάμεσα από τα αυτοκίνητα
λέξεις που η μπάσταρδη σου φύση
δεν ευλόγησε ποτέ.
ΕΙΣΑΙ ΟΡΓΗ
Έρχομαι να σε βρω
στα λιγδιασμένα υπόγεια
σε γραμμένους τοίχους
με λέξεις που μυρίζουν
σαπισμένο αλκοόλ
στο στόμα του πρωινού ήλιου.
Σε βλέπω στις εικόνες
από το βιβλίο του χειμώνα
εκεί που μόνο η βροχή
άκουει την σιωπή των ματιών μου
διαθλασμένα έτσι που είναι σε pixel
«ρεπορτάζ από τα προάστια
μικρόφωνο κάμερα πάμε»
Σε νιώθω στα δάκτυλα μου
όταν σχηματίζουν γροθιά
τα λουλούδια της λαμπρής
κίτρινες φλέβες με πράσινους παλμούς.
Oχι ο βοριάς δεν σβήνει τις φωτιές
μήτε της άνοιξης τ’ αγέρι
στο κέντρο η φωτιά
στην εξέγερση των δρόμων του φωτός.
Τα μάτια του μάγου
Είσαι στα χάη προσκεκλημένος
με την παντιέρα σου λιτή
με τις πατούσες σου γεμάτες ψηφίδες
αρκείσαι στους δρόμους του κέντρου
νότες στις διαχωριστικές γραμμές
πεντάγραμμο βίας
καυτός σαν κάρβουνο
αναμμένος στον άνεμο
φεύγεις και ανάβεις φωτιές
στις ξέρες των ματιών
Αχ έρωτα πιάσε ένα αστέρι,
φώτισε τα σκοτεινά σου λόγια
αφού στα σπάργανα μιας νύχτας,
στο έλεος των αστεριών
γυρίζεις την άποψη σου για μένα.
Αύριο πάλι εικόνα θα κοιτάς
να αρπάξεις απ’ τα λιβάδια
της πόλης
με τα μάτια του μάγου να σε κοιτούν
Κυριάκης Βασίλης
http://www.youtube.com/albarouak
Κάθε μέρα #2
Αλείφουν τις πόλεις με ατσάλι
και δεν μιλάς αναθεματισμένη συνείδηση
ενθύμιο από ιστορίες το μετέωρο βήμα της επιλογής .
όμως δεν φοβάμαι
κοιτά μόνο κλαιω
ακουμπώντας
στα μουχλιασμένα περβάζια της ανατολής
άκουω τη γη που ζει
χορεύει στον χτύπο της βροχής
νιώθω εξιλεωμένος
άθεος αθάνατος
ο χρόνος πρέζα ,
ψάχνουν να τον βρουν.
τα παιδιά απ’ τις πόρτες
μαζεύω τις λέξεις από την άσφαλτο
τρέχω στις τέχνες των τοίχων
φωτιά στο ποτήρι
ένα τσιγάρο γεμάτο ιδέες
κι εσύ καρδιά μου
βαδίζεις με τα άγρια πιάνα
στην γη του αχαλίνωτου κέρδους
εξέγερση οι ανάγκες που έρχονται
Άνεργο...
Στης καλημέρας τις χορδές
ζεϊμπέκικο χορεύει το μίσος
άνεργο συναίσθημα
στην αλητεία δεδομένο
τα χέρια στα πετάλια
τα πόδια στο τιμόνι
θεέ μου πόσες εικόνες
στις μέρες της πτώσης σου
ο δρόμος γεμάτος σκουπίδια
και η ζωή σε θόρυβο
τη σιωπή σέρνει
πιασμένη από τις φλέβες σου
τα μάτια σου κοιτούν τον μαύρο ήλιο
η καυτή φλόγα
τα κύτταρα της αμνησίας καιει
τα ψηλά γκρίζα κτήρια
και εσύ στη μέση του δευτερολέπτου
μαύρη φιγούρα με κόκκινα μάτια
στο ‘να χέρι το μολύβι στ’ άλλο η ηδονή
Αναγνώστες
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ποίηση στην εποχή της εκποίησης
