η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αργυρίου Ιωάννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αργυρίου Ιωάννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Στον εμφύλιο που έρχεται ξανά

Και γιατί να δακρύζω αδελφέ;
παίζοντας στα σοκάκια μικροί
νόμισες πως μ’ άφησαν να σ’ αγαπήσω;
Εσύ θαύμαζες τον παππού τσολιά
και γω τον παππού αντάρτη.
Θυμάσαι πως…
στο τέλος τους πρόδωσαν και τους δύο.

Εσίγησεν το μήλο



Εσίγησεν το μήλο, στ' ανεβοκατέβασμά του
η λαλιά σταμάτησε το όργωμα στον οισοφάγο
και τα χείλη δεν έδειχναν πλέον συναίσθημα.

Εκκωφαντικοί ήχοι παντού.
Το ξερό φύλλο ακουμπώντας στο μάρμαρο
η μέλισσα που ρουφάει το χυμό του άνθους.
Γλέντι πένθους σε χωμάτινη αυλή.

Σαν είδε την αλήθεια του άχρωμου φωτός
της μέρας
παιδάκι κοντοκουρεμένο ένοιωσε,να μαθητεύει
σε ξύλινα θρανία.

Η άλλη όψη της ματιάς του, τον ξαναγέννησε.
Την χάρηκε,την γυναικεία μορφή μπροστά του
την θαύμασε,την πόθησε και λύγισε τα γόνατα
στο προσκύνημα της.

Η ελευθερία του αγγίγματος,το μοίρασμα
της ιδέας του γάμου τους, ήταν προτόγνωρα
ταξίδια και για τους δύο.
Να τολμήσουν άραγε ν’ ανέβουν
την μπουκαπόρτα μαζί;

Σκοτεινή φαίνεται η κοιλιά του πλοίου.
Μαζί δεν θα φοβούνται.
Θα βγούν στον κόσμο,να μυρίσουν,να τολμήσουν
να χορέψει αυτή και αυτός να γονατίσει
το ρυθμό να κρατεί της μουσικής,με παλαμάκια.

Βαρύς με μαύρα ρούχα και πόνο στα μάτια
κι αυτή ντυμένη με πέπλα διαφανή
σε διαφανή κορμί,να στροβιλίζεται στην πρύμνη
φτιάχνουν τον κόσμο τους τώρα,
δίπλα στους άλλους,μα τόσο δικό τους,
που μόνο το φως τα ουρανού θέλουν για να ζήσουν
και το ταξίδι,να βλέπουν τα βράχια να περνάνε
δίπλα απ’ την κουπαστή κ αυτή να χορεύει
κ αυτός ν’ αγκαλιάζει το ρυθμό της μουσικής
μέσα στις παλάμες του,
που τις ζωές τους σκηνοθετεί.

Ονειρο;


Θα θελα να σας σβήσω
να μην έχετε όνειρα
να μην τα γράφετε
με μικρές ηλίθιες φρασούλες
στους τοίχους και στα τραίνα,
να χάσετε εκείνο το ηλίθιο
χαμόγελο της αναμονής.

Να έρθει ο θάνατός σας τώρα.

Και ας λιώνετε τα πόδια σας στην γη
και ας ακουμπάτε τα χάρτινα ντουβάρια.

Τέλεψε η ώρα μου και πρέπει να σωθώ.

Σαλέψτε τώρα τα άβαθή σας μάτια.

Μήπως και δείτε το πέταλο της ανατολής
μη και προλάβετε τα θραύσματα της γυάλας.

Τέλος εποχής- ανοχής για την Ελλάδα


στο Βαγγέλη
Σε συναντώ συνέχεια και συνέχεια
από πλατεία σε πλατεία
χορταριασμένο, αξύριστο και μόνο.

Αυτή η ανάγκη σου να ουρλιάζεις ότι ζείς.
Και κείνα τα πανώ που κρατάς
νομίζεις με ξεγελάνε;

Ασήκωτο το βάρος της ελευθερίας
αίμα δικό μου πάνω της
και συ να προσπαθείς να το ξεπλύνεις.
Και γω να χάνω κι άλλο αίμα.

Να μυρίζει καμμένο δάσος η ανάσα μου
και συ να με φιλάς.
Να σκοτώνουν τα παιδιά μου και συ να ξαναγεννάς.
Πύον να στάζει απ το κομματιασμένο σώμα μου
και συ να μ ερωτεύεσαι.

Δεν φτάνουν σου λέω αυτά για να μην πεθάνω.
Σκάψε το χώμα στα πόδια μου,
έχω κρυμμένα όπλα.
Και πρόσεχε,… ε, ψηλά να σημαδεύεις
εκείνον που τα σχοινιά κουνά,
δεμένα από τους ώμους
και πές του πια, πως δεν με λένε
Μαριονέττα.

Γελωτοποιός


Έχοντας τελειώσει το κόλλημα της ταινίας ,
γύρω από τους δυναμίτες,
σύρθηκα απαλά πάνω στο χώμα
γλείφοντας σχεδόν τους σβόλους του.

Αγκάλιαζα ήδη την ηδονή της ανατίναξης.

Μη και τους αγγίξει η ανάσα μου και καταλάβουν τα όνειρό μου,
την μοίρα που επέλεξαν,  να την κατασπαράξω.

Ζήτησαν  γελωτοποιό, τα μάτια να μας κλείσουν
Για να μην καταλάβουμε πως θα μας παγιδέψουν.

ΕΓΩ λοιπόν είμαι το θύμα τους και νάμαι δώ μπροστά τους
διπλός ρόλος να παιχτεί απ τα ιμάτια  μου.

Το πλήθος σαν μαζεύτηκε, το μέλλον του ν’ ακούσει
πως τάχα δεν μπορούσανε πλέον να επιζήσουν

και τότε εγώ πετάχτηκα… το σκηνικό ν’ αλλάξω
για να μην καταλάβουνε το αίμα τους ,που ρουφιέται

και όπως ξεδιπλωνόμουνα
το πλήθος χαμογελάει
κι οι δυναμίτες φεύγουνε
και σώματα διαμελίζουν.

Ρέει το αίμα πράσινο απ’ την χολή βγαλμένο.

το πλήθος σιώπησε ξανά
μύρισε ΠΡΟΔΟΣΙΑ.

Και γω στο αίμα πλάγιασα που βγήκε απ την στολή μου.

Πεζό ποίημα

Ζαλισμένες λέξεις κλεισμένες στο δοχείο της ανάλυσης.

Μάρμαρα κομματιασμένα για αγάλματα που δεν λαξεύτηκαν.

Αυτή είναι η ζωή μας.

Τσαμπί που δεν μας τρύγησε κανείς και μαράθηκαν οι ρώγες πάνω του.

Γραμμόφωνο που παίζει ελέκτρο -ποπ και δεν του ταιριάζει καθόλου.

Θα υφάνω μια φορεσιά, με τοιχώματα από αρτηρίες.

Θα πάρω κόκαλα, αίμα, δέρμα και θα με ξαναφτιάξω.

Εμένα που θαύμαζα και μ' έκρυβα.

Και θα με ξαναβρώ. Στ’ ορκίζομαι....

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Εκ διαμέτρου αντίθετο, της μαζικότητας

ήταν το μοναστήρι,

στενός ο κύκλος των μαχόμενων ψυχών,

αγώνας άνισος με την γυμνή μορφή.


Τωρινή, αλλοτινή ματιά

στ’ ασβεστωμένα βράχια

όπου η ανθρώπινη γύμνια τα καλύπτει.


Αναρωτιέμαι ,ποια μορφή είναι ιερή,

Ποια να προσκυνήσω;


Το άυλο εικόνισμα κάτω απ’ το φώς των κεριών

εί δε το τρωτό κορμί γυναίκας

που οι ατέλειες του, τα μάτια μου θαμπώνουν από δέος.


Ας συρθώ να πλαγιάσω σε κείνη την μαρμάρινη πλάκα,

θα διπλώσω το κορμί μου πάνω στην κόκκινη μαξιλάρα

δίπλα στο τζάκι.


Να χωρέσω θέλω, ανάμεσα στο δίλημμά μου,

να συχάσω στα χάδια αγίων και αμαρτωλών

να λευθερωθούν και τα δικά μου χέρια

ν’ αγγίξω και τους δύο,

που μάχονται εδώ και τόσα χρόνια ,

ποιός θα μ’ αγγίζει στο μυαλό

και ποιός στο στήθος.

Η ΣΤΙΓΜΗ

ΠΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΜΑΤΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕΣ.

ΠΕΣ ΜΟΥ ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ.

ΠΙΣΩ ΑΠ ΤΗΝ ΝΤΡΟΠΗ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ.

ΨΑΞΕ ΒΡΕΣ ΑΝ ΤΗΝ ΑΞΙΖΕΙΣ.

ΚΡΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΑ ΙΧΝΗ ΠΟΥ ΑΦΗΝΕΙ Η ΛΑΒΑ.

ΦΙΔΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΟΥ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ.

ΣΑΛΕΨΕ ΟΜΩΣ Η ΑΥΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΙΩΣΕΣ.

ΕΦΥΓΕ ΤΩΡΑ ΧΑΘΗΚΕ.

ΠΑΛΙ ΜΙΣΟ ΠΑΙΔΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ.

ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΖΛ.

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ.

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ.

ΑΝΑΘΑΡΕΥΕΙΣ ΙΣΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΥΧΑΙΑ ΛΕΞΗ.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΟΜ ΜΟΡΦΕΑ,

ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ ΟΜΩΣ Ν ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΜΟΡΦΕΑ.

Ο ΒΑΛΤΟΣ

Πώς να ξεφύγω απ’ τον βάλτο.
Ότι αγαπώ είναι πάνω του.
Γίνομαι Χριστός.
Περπατώ στην επιφάνεια, αν μπορώ
Μην εναποθέσω το βάρος του σώματός μου,
Πάνω του.
Εκεί είναι η παγίδα.
Θα 'μαι ανάσα πουλιού,
Βλέμμα μωρού παιδιού και σώμα σε έκσταση.
Όπως ήμουν όταν τον γνώρισα.
Έτσι θα 'μαι και τώρα που τον κατέχτησα.
Αγαπώ την ελευθερία του
Μένω μακριά όταν βουλιάζει λίγο
Ξέρει μόνος του να σωθεί.
Αν αλλάξω τα υλικά του,θα χάσει την ισορροπία του,
Ακόμα και αν αντικαταστήσω το σίδερο με φύλλα χρυσού.
Δεν θα κλείσω τις ρωγμές στο σώμα και την ψυχή του.
Θα ‘ναι σαν πληγή καλυμμένη που έχει γίνει σήψη από κάτω.
Άστες ανοικτές. Θα πονάνε.
Κάθε μορφασμός πόνου είναι βήμα ζωής.
Θα φύγω όταν το βλέμμα μου θολώσει από το δάκρυ.
Μην ξεγελαστώ.
Ποτέ το άγγιγμά μας δεν θα ΄ναι το ίδιο.

Ο χρόνος αμείλικτα λιγοστός
Αμείλικτα ειλικρινής
Άστεγος, με ψυχή διωγμένη
Σε άψαχτο ύψος εναέριας σπηλιάς.

Η δόξα αλύτρωτη,
Εξαιτίας καθημερινών ένοχων κινήσεων
Που αντικαθιστούν την πραγματική ευτυχία,
Ξεσκεπάζεται την νύχτα,
Με μορφή γυμνού λείου κορμιού και κλαίει.

Η κίνηση μιας βλεφαρίδας,
Είναι ο χρόνος που χρειάζομαι,
Για να λατρέψω την ζωή μου,
Ή
Να την καταστρέψω για πάντα.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης