η ποίηση στην εποχή της

Στον εμφύλιο που έρχεται ξανά
Εσίγησεν το μήλο
Ονειρο;
Θα θελα να σας σβήσω
Τέλος εποχής- ανοχής για την Ελλάδα
Γελωτοποιός
Πεζό ποίημα
Μάρμαρα κομματιασμένα για αγάλματα που δεν λαξεύτηκαν.
Αυτή είναι η ζωή μας.
Τσαμπί που δεν μας τρύγησε κανείς και μαράθηκαν οι ρώγες πάνω του.
Γραμμόφωνο που παίζει ελέκτρο -ποπ και δεν του ταιριάζει καθόλου.
Θα υφάνω μια φορεσιά, με τοιχώματα από αρτηρίες.
Θα πάρω κόκαλα, αίμα, δέρμα και θα με ξαναφτιάξω.
Εμένα που θαύμαζα και μ' έκρυβα.
Και θα με ξαναβρώ. Στ’ ορκίζομαι....
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Εκ διαμέτρου αντίθετο, της μαζικότητας
ήταν το μοναστήρι,
στενός ο κύκλος των μαχόμενων ψυχών,
αγώνας άνισος με την γυμνή μορφή.
Τωρινή, αλλοτινή ματιά
στ’ ασβεστωμένα βράχια
όπου η ανθρώπινη γύμνια τα καλύπτει.
Αναρωτιέμαι ,ποια μορφή είναι ιερή,
Ποια να προσκυνήσω;
Το άυλο εικόνισμα κάτω απ’ το φώς των κεριών
εί δε το τρωτό κορμί γυναίκας
που οι ατέλειες του, τα μάτια μου θαμπώνουν από δέος.
Ας συρθώ να πλαγιάσω σε κείνη την μαρμάρινη πλάκα,
θα διπλώσω το κορμί μου πάνω στην κόκκινη μαξιλάρα
δίπλα στο τζάκι.
Να χωρέσω θέλω, ανάμεσα στο δίλημμά μου,
να συχάσω στα χάδια αγίων και αμαρτωλών
να λευθερωθούν και τα δικά μου χέρια
ν’ αγγίξω και τους δύο,
που μάχονται εδώ και τόσα χρόνια ,
ποιός θα μ’ αγγίζει στο μυαλό
και ποιός στο στήθος.
Η ΣΤΙΓΜΗ
ΠΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΜΑΤΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕΣ.
ΠΕΣ ΜΟΥ ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ.
ΠΙΣΩ ΑΠ ΤΗΝ ΝΤΡΟΠΗ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ.
ΨΑΞΕ ΒΡΕΣ ΑΝ ΤΗΝ ΑΞΙΖΕΙΣ.
ΚΡΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΑ ΙΧΝΗ ΠΟΥ ΑΦΗΝΕΙ Η ΛΑΒΑ.
ΦΙΔΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ.
ΣΑΛΕΨΕ ΟΜΩΣ Η ΑΥΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΙΩΣΕΣ.
ΕΦΥΓΕ ΤΩΡΑ ΧΑΘΗΚΕ.
ΠΑΛΙ ΜΙΣΟ ΠΑΙΔΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ.
ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΖΛ.
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ.
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ.
ΑΝΑΘΑΡΕΥΕΙΣ ΙΣΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΥΧΑΙΑ ΛΕΞΗ.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΟΜ ΜΟΡΦΕΑ,
ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ ΟΜΩΣ Ν ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΜΟΡΦΕΑ.
Ο ΒΑΛΤΟΣ
Ότι αγαπώ είναι πάνω του.
Γίνομαι Χριστός.
Περπατώ στην επιφάνεια, αν μπορώ
Μην εναποθέσω το βάρος του σώματός μου,
Πάνω του.
Εκεί είναι η παγίδα.
Θα 'μαι ανάσα πουλιού,
Βλέμμα μωρού παιδιού και σώμα σε έκσταση.
Όπως ήμουν όταν τον γνώρισα.
Έτσι θα 'μαι και τώρα που τον κατέχτησα.
Αγαπώ την ελευθερία του
Μένω μακριά όταν βουλιάζει λίγο
Ξέρει μόνος του να σωθεί.
Αν αλλάξω τα υλικά του,θα χάσει την ισορροπία του,
Ακόμα και αν αντικαταστήσω το σίδερο με φύλλα χρυσού.
Δεν θα κλείσω τις ρωγμές στο σώμα και την ψυχή του.
Θα ‘ναι σαν πληγή καλυμμένη που έχει γίνει σήψη από κάτω.
Άστες ανοικτές. Θα πονάνε.
Κάθε μορφασμός πόνου είναι βήμα ζωής.
Θα φύγω όταν το βλέμμα μου θολώσει από το δάκρυ.
Μην ξεγελαστώ.
Ποτέ το άγγιγμά μας δεν θα ΄ναι το ίδιο.
Αμείλικτα ειλικρινής
Άστεγος, με ψυχή διωγμένη
Σε άψαχτο ύψος εναέριας σπηλιάς.
Η δόξα αλύτρωτη,
Εξαιτίας καθημερινών ένοχων κινήσεων
Που αντικαθιστούν την πραγματική ευτυχία,
Ξεσκεπάζεται την νύχτα,
Με μορφή γυμνού λείου κορμιού και κλαίει.
Η κίνηση μιας βλεφαρίδας,
Είναι ο χρόνος που χρειάζομαι,
Για να λατρέψω την ζωή μου,
Ή
Να την καταστρέψω για πάντα.
Αναγνώστες
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ποίηση στην εποχή της εκποίησης
