τυλίγεις το μαύρο φουλάρι σου
βιαστικά, τα μαλλιά προσπερνάνε
το πρόσωπο αδιάκριτο, διαμάντια
τα μάτια γυαλίζουν στο υπερπέραν,
χύνουν τοσοδούλικα γαρύφαλλα,
στεφάνια τοσοδούλικων νεκρών.
Μπαίνεις στην πομπή, εκστομίζεις
δεκεμβριανά παραμύθια ανηλίκων
για νεράιδες που σβήνουν στ’απόμακρο,
απόμακρο σκότος της αυγής.
Μεταμορφώνεσαι σε γνώση
που δεν γνώριζες πως έχεις
κι ανάμεσα στον οδυρμό του πλήθους—
ξεδιπλώνεις τα απέραντα χέρια σου
επάνω μου, άγνωστη,
ατρόμητη ενάντια στον κοφτερό
σκόπελο της συνύπαρξης.
Μου θυμίζεις τη θάλασσα,
μια μεγεθυμένη ουτοπία του οικείου
γαλανού που απλώνεται βαθύ
και παγωμένο μέσα μου.
Τινάζεις απ’τα δάχτυλα
δέκα μικρά στιλέτα,
σκίζοντας τη στιγμή αυτή
σε δυο τέλεια κομμάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου