Τώρα που νυχτώνει νωρίς
οι ενοχές κυκλοφορούν ελεύθερες
από τις πέντε.
Στα πάρκα η μελαγχολία
αγγίζει τον ουρανό
νοτισμένο χώμα κυριεύει την
όσφρηση
φωνές παιδιών ξεψυχάνε στην
απέναντι γειτονιά.
Ο κόσμος ένα ραγισμένο γυαλί
που σπάει μόλις το κοιτάξεις
έρωτες αβασάνιστοι, έρωτες
σφραγισμένοι.
Χέρια απλώνονται μέσα στην
ερημιά της πόλης
ν’ αγκαλιάσουν το λαβωμένο
παρόν
χείλη ματωμένα συλλαβίζουν τη
σιωπή.
Μια χώρα μέσα στην αβελτηρία
δεν έχει καταλάβει τον
προορισμό της
κουνάει το μαντήλι του
αποχαιρετισμού
στ’ αεροδρόμια και στα
λιμάνια
ξεπροβοδίζει τα παιδιά της
στα βαγόνια της ξενιτιάς
μασάει αιώνες το παραμύθι της
εξέλιξης
κι ύστερα αυτοκτονεί σ’ ένα
άθλιο υπόγειο
χαράματα με παγωνιά,
αφήνοντας τη λάμπα ανοιχτή.
Απ’ έξω ακούγεται το
αλύχτισμα των σκυλιών
κι η μηχανή του πρώτου
λεωφορείου.
Τώρα που ξημερώνει αργά
οι ενοχές κυκλοφορούν
σκοτωμένες από τις πέντε.