η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Ίσως Απολογία

Συμπάθα με,
αφορισμένη απ’ την τόλμη εποχή,
γιατί γεννηθήκα εδώ
και το αίμα μου σχήμα οξύμωρο μοιάζει,
που γειαίνει την πληγή και την πληγή αφορμίζει
Συμπάθα με,
αφού εσύ το δίδαξες στην επικράτεια σου
πως οι ήρωες μπορεί και να υπάρξουν
μα τέλος πάντων μετά το θάνατό τους
και είναι τόσο λοιπόν ξεπερασμένοι
Συμπάθα με,
μάνα εσύ, εποχή μου σκονισμένη,
αν βάλω μια φωτιά σε ό,τι μαρκάρεις «νέο»
γιατί γεννήθηκα εδώ
με ένα κληροδότημα ανόητο στα χέρια
κι αλήθεια θα ’ναι αστείο,
αν χρειαστεί
έτσι να το προσφέρω

τα ωραια νεα

τά'μαθα.

ταματα

πραγματικοτητας

θαυματα

ενυπνίου

επιθυμιας

εγρηγορση

αναμονη

πραγματοποιηση

μοναδικης

πραγματικοτητας:

του ερωτα:

η μονη πραγματικοτητα

που πραγματικα άρχει,

μοιαζει με ονειρο.


Άρατε πύλας


Το ακρωτηριασμένο πόδι

του Νάξιου Κούρου

κουβαλάω στην πλάτη μου

τώρα που υπαναχωρούν οι μνήμες,

εφόδιο ανεδαφικό και πολεμίστρα μου.

Το παρελθόν δεν εξαγοράζεται,

σε τραπέζια αργυραμοιβών

με το κομμένο χέρι

του Κυναίγειρου,

ούτε τα φαγωμένα δόντια

του Οδυσσέα.

Οι λογάριθμοι κι οι εξισώσεις

των διαπλανητικών ταξιδιών

άσχημονούν πάνω σε πεινασμένα

πρόσωπα παιδιών

κι οι παγιδευμένοι στο σκοτάδι αιώνες

γεύονται την μυστικοπάθεια

από σκουριασμένες εικόνες

στη μούχλα της κατακόμβης.

Ο Πλάτωνας κι ο Θουκυδίδης,

ο Ηρόδοτος και το ρο του Δημοσθένη

δικαιώνονται

στο ξεχασμένο ερημητήριο

των ασβεστωμένων οστών

κι οι χαμένες τριήρεις

σαπίζουν στο βυθό της Σαλαμίνας.

Στις μάχες που δώσαμε

για την εδραίωση της δραχμής

με τα σκουληκιασμένα μεροκάματα,

Οι παρορμισμένοι

στα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά Πελασγοί

ακόμα γελάνε μαζί μας.

Στο πλαστικό προσωπείο της καθημερινής ζωής τα χαμένα Ιδεογράμματα της Γλώσσας

αυγατίζουν τις πληγές

μ’ έμβρυα σκοτωμένων λέξεων

κι αρχαίων “ευ ειδέναι”.

Η εν Μαραθώνι μάχη τροχίζει

την λέξη Ελευθερία

επί των επάλξεων με την ύστατη λάμψη

από τα πρόσωπα των σκοτωμένων.

Κάτι με τα οξειδωμένα παράσημα,

κάτι με τα κομμένα χέρια

και τα πόδια, κάτι με τον ορυμαγδό

των αφηνιασμένων αλόγων,

μεγαλουργήσαμε μ’ ομόλογα χρεωστικά,

δάνεια και προκαταβολές απόρρητες.

Ενδεής ευμάρεια πλημμύρισε

τον μεταλλαγμένο τόπο

καθώς τα χρηματιστήρια

διέγραψαν την καμπύλη

του κίβδηλου τόξου.

Από τότε οι αναμνήσεις

βαραίνουν τον ύπνο μας.

Χωρίς να μπορέσουμε

ν’ απαρνηθούμε τη μοίρα μας,

τραβήξαμε τα λιανοντούφεκο

και πήραμε από πίσω τα καμιόνια

με τα πτώματα της Καισαριανής.

Μ’ αναγεννώμενη τη σπίθα στο μάτι

επαληθεύουμε

την μεγαλόπνοη έξαρση

των απειθάρχητων πυρσών.

Αγέραστος ελληνική εμμονή

μας σπρώχνει στην πλεύση του χάους.

Άρατε Πύλας...


ΔΕΣΜΑ

Είμαι ένα ερειπιασμένο ψάρι

Μου εξόρυξαν την καρδιά και τώρα είμαι μόνο κρέας.

Ο χειμώνας που έφυγε μού απήγαγε την παλαιά μου φύση.

Τώρα πια οργασμός μου το τώρα.

Ζήτω τα δίκαια μιας συσσώρευσης δουλείας.

Εκδουλεμένης.


Οι αθάνατοι

Όλοι αυτοί που μας κοιτούν
με μάτια βουρκωμένα
Όλοι αυτοί που μας μιλούν
με χείλη σφραγισμένα
Όλοι αυτοί, χαίρονταν
κάποτε τον Ήλιο

Δεν θα μπορούν πια να μας δουν
γιατί δεν θα υπάρχουν πια
Δεν θα μπορούν να μας μιλήσουν
γιατί δεν θα μας ακούσουν ποτέ
Δεν θα μπορούν να σκεφτούν
γιατί ο καιρός δεν θα κυλά πια γι’ αυτούς

Όλοι όμως θα ζουν στο παρόν
θα ζουν μαζί μας
Όλοι όμως θα κοιτάζουν το φως
και θα το κοιτάζουν μαζί μας
Όλοι θα χαίρονται τη λάμψη του ήλιου
που θα λάμπει για χάρη τους
Όλοι θα χαίρονται τον Ήλιο
χλευάζοντας εμάς
που δεν τον είδαμε ποτέ
θα μας χλευάζουν που δεν τον χαρήκαμε ποτέ
και ζούσαμε μες στο σκοτάδι

Κι όλοι αυτοί όταν θα ξαναγεννηθούν
θα θυμούνται τις παλιές ωραίες στιγμές
Κι όλοι αυτοί όταν θα ξαναζήσουν
θα θυμούνται εμάς
που δεν χαρήκαμε ποτέ τον Ήλιο
που δεν πεθάναμε για να ξαναζήσουμε
Ποτέ…


Λυτρωμένη πυρά

Λυτρωμένη πυρά απ’ του πάθους τα καύματα
γεννημένη να κλαις απ’ τού Κόσμου τα θαύματα
Όταν ήσουν ψυχή μουρμουρούσες στα σύννεφα
Τώρα πού ‘σαι ζεστή τραγουδάς παντοδύναμα
και σ’ ακούν οι καιροί καθώς πάλλεις τα σήμαντρα
κι αντηχούνε τ’ αστέρια ως τ’ απάτητα σύμπαντα

Με μια τέτοια καρδιά ν’ αγαπάς τα υπέροχα
να κοιτάς τα ουράνια τα βαθιά αξημέρωτα
στους θεούς με τον Νου σου να μιλάς προσευχές
ό,τι θέλεις θα γίνεται, θ’ ανατέλλει ευτυχές
Σ’ ανωθεί προς τ’ αστέρια ο θεμέλιος βυθμός
σε λαμπρύνει η αυγή και τού Ήλιου ο Ρυθμός

Υπήρχε πάντοτε για σένα μαγεία
-η μεγάλη υπηρέτις και τού Κόσμου η υγεία-
να σου δείχνει τον δρόμο σε πρωτόφαντους τόπους
το πηδάλι ν’ αρπάζει μ’ απειράριθμους τρόπους
και βοήθεια να έχεις σε στιγμές ορφανές
μέσα σ’ άγνωστο ρεύμα, σε ποτάμι αχανές

Μέσα σ’ άγνωστο ρεύμα, σε ποτάμι αχανές
ένα χέρι θα στέκει πάντα εκεί αφανές
δείκτης δείκτη ν’ αγγίζει, να σε πιάνει απ’ τον ώμο
για να σου ψιθυρίζει της Αγάπης τον Νόμο

Χωρίς Αντικείμενο

Μυθολογική

απ' της

σιαγόνας το μικρό ταμ-ταμ

έως πέρα

τ’ απόκρυφα μηνύματα και τα καλέσματά της

Πιο πέρα κι από κει

που φαντάστηκες

μικρό πουλί

σταλμένο

της ελλειπτικής τροχιάς σου

ν ’ανταμώσει η προεξοχή

κι ένα με τον ορίζοντα να γίνει

ραφή στο διάζωμα

Ορατών και Αοράτων

Μα αν είναι να αναστενάξει ο Ουρανός

η λιγνή στιγμή των τριακοσίων αναπνοών

το γιλέκο του

με κεραυνούς να σκίσει

κρουνοί οστράκων θα κατρακυλήσουν

απ' τα βλέφαρα του γαλανού Ακρίτα

και θα πληρώσουνε

τα όργανα των μουσικών

και τα καπέλα των ζητιάνων

με τη μορφή

του πιο γλυκού

καταδυναστευμένου μύθου

ό, που αυτοχαράχτηκε

στο εσωτερικό εξόριστος

κι υψώνει σπόνδυλο

στον σπόνδυλο της μνήμης σου

ντύνεται τώρα

βάρκα

τη μορφή σου

σαν ξεγυμνώνεσαι

κι απ' το τελευταίο αρχαίο ένδυμα

πίσω από μια κόλλα λευκή

που θα κρατήσω

αντιμέτωπα στον ήλιο

ορθός στην αμμουδιά

όπου σε φέρνουνε

στην πλάτη τους τα κύματα

να μου απλώσεις

να μου απλώσεις έγκαιρα

να μου απλώσεις

έγκαιρα το χέρι

άπληστα

όταν θα με ρουφάει

στα βάθη της

η άμμος

Φωτιά και τσεκούρι

Σώμα του λαού μου, γυμνό

όμορφο σαν νυμφίος,

στεφανωμένος

μ’ αγκάθια τριανταφυλλιάς

Ας είναι ταπεινό το βλέμμα

……………………. των αμνών σου,

Ήρεμο στους ώριμους καιρούς

Σώμα του λαού μου πολύπαθο

Έκρηξη η ανάσταση

στο πλήρωμα του χρόνου

Κι’ ο βρυχηθμός του λέοντος

……………………. σημάδι

ας ακουστεί στην απέναντι όχθη

Να τρέμουν οι καλαμιές

στην κοντανασαιμιά σου

Θεριστή εσύ της ιστορίας

έφτασε το καλοκαίρι

Χρυσίζει ο κάμπος

αθέριστοι οι σιτοβολώνες

περιμένει ο κόσμος το ψωμί του

κι’ ο μαθητής το βιβλίο του

Σώμα του λαού μου σκήνωμα

……………………. του χρέους

Μην αρνηθείς το κάλεσμα

……………………. των καιρών

Οι Νενέκοι στο πλευρό του Ιμπραήμ

……………………. αλωνίζουν

«Φωτιά και τσεκούρι

……………………. στους προσκυνημένους»,

η απάντηση


ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ

Μην αλλάξεις την ώρα
να μείνει καλοκαίρι

Παγωμένες σκιές έβαλαν
Φωτιά
στα πεζοδρόμια

Έβγαλε από τη τσέπη του
ένα φόβο.
Έμοιαζε λίγος.
Τελικά έφθασε
για όλους.

Εν κατακλείδι,
πάλι συμπέρασμα δεν βγήκε.
Οι αντιφάσεις,
ελκυστικές
ως εύπορες δικαιολογίες,
κρατούν,
ως λίπασμα ιδεολογικό
ανθισμένη
τη νύχτα ενός μακρύ χειμώνα.

Η Νέα Τάξη Πραγμάτων

Περπατώ στους ανοχύρωτους δρόμους των σύγχρονων πόλεων και φοβάμαι τους άλλους που πορεύονται με βήμα ανδρείκελου και παρωπίδες στα μάτια.

Κάτω από αφίσσες λεπρές, νόθες σημαίες κι εθνόσημα κίβδηλα στη δαγκάνα της σκουριάς, οι καιροφυλακτούντες μεταπράτες προετοιμάζουν τη νύχτα με μαχαίρι και ξεπαστρεμό.

Αφήσαμε την προετοιμασία του Αύριο λεία στα χέρια των φονιάδων.

Τώρα ακονίζουν τα κοφτερά μαχαίρια τους επάνω στα κορμιά μας. Την τρυφερή σάρκα παραδόσαμε των άπραγων παιδιών μας στ’ όργιο της σφαγής.

Κατόπιν βαδίσαμε στη ζούγκλα του αιιοτρόπαιου μέλλοντος με μνήμες ναρκοθετημένες, καταχωνιασμένες φωνές κι άπληστα βήματα.

Κι όμως ξέραμε τι σημαίνει το χτύπημα του κεφαλιού πάνω στον τοίχο. Το χάραγμα των νυχιών. Το ξεμασχάλιασμα των χεριών.

Το παρακινδυνευμένο περπάτημα δίπλα σε αυγά κροκοδείλων, τ’ άνεργα χέρια.

Η αλαζονία της εξουσίας, φλύκταινα και τροφείο οδύνης λαών που χάσαν τον προσανατολισμό τους σαν τρένα ξετροχιασμένα στη νύχτα.

Με χρησμούς κι επαγγελίες προφητικές μας είχαν προειδοποιήσει οι Νεκροί Ποιητές, πριν ολόγυμνους τους πετάξουν στο δρόμο.

Οι ματωμένες φωνές τους, πρόκες σε γλώσσες κωφαλάλων, ασβέστης σε πρόσωπα παλιάτσων.

Με τι λουλούδια να καλύψω τις ματωμένες πληγές σ’ αυτούς τους αιχμηρούς καιρούς που απόμεινε η Ποίηση γυμνή στην κυριαρχία του μίσους.

Το χυμένο αίμα γυαλίζει σαν ένα τσαμπί ροδίτης, ενοχή και στίγμα στο χάος της καθημερινής ρουτίνας του θανάτου.

Σχηματίζει συνθήματα ιερογλυφικά για τους ανθρωποφάγους της Νέας Μυθολογίας.

Ποια η αρχή και ποιο το τέλος...

Σκούρα κηλίδα το χτες, αγκαθωτό συρματόπλεγμα το

σήμερα, απαλλοτριωμένο το αύριο..

Η Πορεία των Λαών μέσο στο χρόνο, μια φλέβα σπασμένη ανάμεσα σε περιχαρακωμένα συμφέροντα και κέρδη.

Κυριαρχία και θάνατος οριοθετούν τα νέα σύνορα, ενώ ρίζες πανάρχαιες αποκόβονται βίαια.

Κρεματόρια και γενοκτονίες μονογράφουν τον όλεθρο και η θηριωδία παρωδεί την οδύνη τους στο δρόμο της φυγής χωρίς πατρίδα.

Πατρίδα, το πρόσωπό σου γέμισε ρωγμές, τύμβους σφαγών κι όλεθρο. Φάλαγγες πελιδνών σκιών διασχίζουν τα βουνά, νηστικοί και πένητες ακροβατούν στην αναλγησία των απεχθών καιρών.

Λειχήνα χιονιού στην παραφορά των άγριων ανέμων έχασα τη φωνή μου ασήμι ραγισμένο σε πηγάδι βαθύ κι άδεια πιθάρια.

Έχασα τα παιδιά μου ασπάλακες τρυφερούς κάτω από το χώμα. Τα τρυφερά κορμάκια τους γέμισαν ρωγμές πηλού κι οι πέτρες αιχμηρές τα τρυπούν, άσυλο νεκρών πουλιών.

Το φάσμα της πείνας στ’ ανάγλυφα κορμιά φυματικών πυγολαμπίδων λιγοστεύει το φως σε χιλιάδες μάτια.

Επαναφέρει τη δύσοσμη αποφορά του θανάτου.

Άγγελοι καταστροφής σαρκάζουν μ’ εποπτεία ηλεκτρονική.

Σε στοές λαβυρίνθων και φονικές λεωφόρους φυσούν άνεμοι εριστικοί κι ένας διχασμένος προβολέας αιχμαλωτίζει το φως σ’ όγκους μπετόν, εγκοπές δρόμων.

Σχήματα γεωγραφίας συνθέτουν η υγρασία κι η μούχλα στις διακλαδώσεις των φώτων και των λαμπερών διαφημίσεων.

Σύννεφα ραδιενεργού τέφρας συσκοτίζουν το φως τ’ ουρανού.

Υμνολογήστε την πυρίκαυστη δωρεά της αιθάλης των φλεγομένων πετρελαιοπηγών, την αφροδίαιτη μόλυνση των θαλασσών την απολιθωμένη φρίκη της πίσσας.

Το αβαφές πρόσωπο του πυρηνικού σκοταδιού κρύβει τον ήλιο σε νεκρότοπους ερημιάς κι επαναφέρει το δέος τ’ οδυνηρού τέλους.

Κι έρχονται οι Ινδιάνοι με πρόσωπα εγχάρακτα για τις Ιεροτελεστίες της Άνοιξης κι ο Αμαζόνιος καίγεται δέντρο πυρπολημένο μιας πατριδογνωσίας σαρκοβόρας με το δάχτυλο πίσω από την σκανδάλη.

Με το αθώο τους θάνατο επισημαίνουν την έναρξη της διαδικασίας για την Νέα Τάξη Πραγμάτων.

Κι η Ειρήνη, σημαία κουρελιασμένη ανεμίζει στο κοντάρι του Μεγάρου των Εθνών.

Μια φυσαρμόνικα ξεδοντιασμένη στο στόμα δίγνωμων πιστωτών.

Παγιδευμένη με το πρόσωπο φαγωμένο από τα ουρλιαχτά της μεσονύχτιας σειρήνας, ακινητεί αιμόφυρτη σε δεσμωτήρια και συρματοπλέγματα.


Πάω καλά;

Για την πόλη πάω καλά?

Όλοι εδώ μου απαντάν ευγενικά

και πρόθυμα

Ένας μουγγός, τρεις γέροι κουφοί,

ο σύλλογος ψευτών/λωποδυτών λίγο πιο κάτω

Σημάδια και φεγγάρια, τριζόνια και ξεράγκαθα

όλα μου δείχνουν

πόσο καλά πηγαίνω!

Άν κι εξακολουθώ και λίγο

να το σκέφτομαι

όσο πυκνώνουν

σύννεφα κι ανηφορικές στροφές,

η μια μετά την άλλη

ή (και κατ' άλλη έννοια) κατηφορικές

Πάω καλά?

Άραγε πάω καλά?

''Πάω καλά?'' ...μου απαντάνε,

''καλά ...καλά ...καλά...'',

ο επικείμενος γκρεμός

κι ο αντίλαλος παρέα...

Νέα Παμπλόνα

Κουράστηκα

τον κόσμο ολάκερο

να προσπαθώ ν’αλλάξω

Με θλίβει η οργή μου

με τρομάζει ο κυνισμός τους,

διάχυτο

πέπλο ομίχλης

που καλύπτει κάθε ίχνος

από τα βήματά μας

Οι μαζικές επαναστάσεις έχουν πεθάνει.

Το φάντασμά τους,

άυλη οπτασία,

μας διαπερνά,

δίχως να μας αγγίζει.

Στο glocal βιοκλίμα

των καιρών

ήρθε η ώρα

να σπείρουμε

μικροεπαναστάσεις που

ευδοκιμούν σε μικροκλίματα

και θρέφουν

τον παγκόσμιο δημοκρατικό ιστό.

Ελπίδες

με ωδίνες τοκετού

γεννιούνται

μικρές σιωπηλές καθημερινές ανατροπές

βαστούν τσουγκράνες φτυάρια λουλούδια φυτά χώμα λιπάσματα

μολύβια

στυλό

πένες

χαρτιά

τεφτέρια

υπολογιστές

εφημερίδες

και μικρόφωνα

απαγγέλουνκαταγγέλουνδαχτυλοδείχνουντραγουδούνχορεύουνομιλούν γράφουνζωγραφίζουνσκιτσάρουνγελοιογραφούνδιαδηλώνουνπροετοιμά

ζουν

την επικείμενη καταδίκη εκείνων

τολμούν

να

ελπίζουν

στην κρεμάλα

όλων όσοι

νίπτουν τας χείρας τους

οι θρασύδειλοι

που απεκδύονται τον ζουρλομανδύα των ευθυνών τους

μία ημέρα

που δεν θ’ αργήσει να’ρθει

θα τον φορέσουν δια της βίας

στα κάτεργα

παρήλθαν οι καιροί

που τα κάγκελα της φυλακής

ήταν για τους λεβέντες και

τα ομορφόπαιδα

Τώρα θ’ανοίξουν για

τους βαθυνεόπλουτους

λωπο-θύτες

που γέννησαν

και έθρεψαν

με τήν χυδαία τεμπέλικη πολιτική τους

στρατιές

νεόπτωχων

απελπισμένων

σε λίγο θα παρελαύνουν

έξω από τις βίλες

τις πισίνες

και τα εξοχικά τους

Ζήσε σαν το σκυλί

και αυτοκτόνησε μ’αξιοπρέπεια !

Και αν σας αφήσαμε

καιρό πολύ

να καβαλάτε τα όνειρά μας,

σε μια νέα Παμπλόνα

θα εξαπολύσουμε

ταύρους αφηνιασμένους

τις ζωές μας.

Διχογνωμία

Κάποιοι έλεγαν ότι το παιχνίδι έχει πια τελειώσει
άλλοι φώναζαν ότι στημένο είναι
και μερικοί ότι παιχνίδι δεν υπάρχει.
Άκουγες να λέγεται ότι φταίμε όλοι μας,
πως μας αξίζουν όσα και να πάθουμε,
όμως επίσης ακουγόταν πως οι εχθροί μας
είναι άτιμοι και πανίσχυροι ραδιούργοι.
Πολλοί πίστευαν ότι η κατάσταση είναι
πέρα από κάθε φαντασία εξωφρενική
μα και αρκετοί πως δε συμβαίνει τίποτα σοβαρό,
τα ίδια, αυτά γίνονταν πάντα.
Κάποιοι θεωρούσαν την καταστροφή βέβαιη,
ενώ άλλοι ήταν σίγουροι ότι το καλό θα νικήσει.
Υπήρχε μεγάλη διχογνωμία.
Σε ένα μόνο συμφωνούσαν όλοι.
Να μην κάνουμε τίποτα.

Ύψους έγκατα

Οι άπειρες αποχρώσεις

της χαράς

και οι χίλιες εφτακόσιες ογδόντα

εννέα

της λύπης

δεν είναι τοις μετρητοίς

μόνο αβάπτιστης στιγμής

ανάσες λύκων

δεν υπακούει σε κανένα όνομα

κελεύσματα επανάληψης

φλεγματικά

καπρίτσια

προπατόρων

με λέξεις κρέμασαν

τον κόσμο ανάποδα

έζεψαν τη φιλοσοφία να εξηγεί

ο κόσμος ξεγλιστρά ευτυχώς

διαφεύγει εκεί

όπου πληρώνει η ποίηση

όταν

Ουράνια Χαρτούρα

με καπόνια

προσγειώνεται

επιμένοντας

πεισματικά

μόνο οι ρηχοί άνθρωποι

μπορούν να επαναλάβουν

ακριβώς ένα συναίσθημα

στη χώρα όπου όλα διαφέρουν

όλα

ΕΙΣΑΙ ΟΡΓΗ

Έρχομαι να σε βρω

στα λιγδιασμένα υπόγεια

σε γραμμένους τοίχους

με λέξεις που μυρίζουν

σαπισμένο αλκοόλ

στο στόμα του πρωινού ήλιου.

Σε βλέπω στις εικόνες

από το βιβλίο του χειμώνα

εκεί που μόνο η βροχή

άκουει την σιωπή των ματιών μου

διαθλασμένα έτσι που είναι σε pixel

«ρεπορτάζ από τα προάστια

μικρόφωνο κάμερα πάμε»

Σε νιώθω στα δάκτυλα μου

όταν σχηματίζουν γροθιά

τα λουλούδια της λαμπρής

κίτρινες φλέβες με πράσινους παλμούς.

Oχι ο βοριάς δεν σβήνει τις φωτιές

μήτε της άνοιξης τ’ αγέρι

στο κέντρο η φωτιά

στην εξέγερση των δρόμων του φωτός.


Παιχνίδια των καιρών (Homo oeconomicus)

Το χρήμα τον παίζει στα γόνατά του

παιδί βουβό

σβούρα

αλλοπρόσαλλη

γυνή

υστερικιά

στριφο

γυ

ρι……ζει ;

γραπώνεται πάνω του

με τα μυτερά της νύχια

κάθε τόσο βγαίνουν κραυγές πνιχτές

από τάθλια

πασαλειμένα

κόκκινα

χείλη της,

τ’ αλαφιασμένο βλέμμα των άπληστων ματιών της.

Ο homo oeconomicus

ερωτιάρης

νομάς

με την Louis Vuitton στόν ώμο,

φορτωμένος

αινίγματα

(δισεπίλυτα),

δια

λυμένες

ζωές,

σιωπηρά ουρλιαχτά

από

γνωσης,

αναζητεί την terre promise .

Σπαρταρά σαν ψάρι έξω από το νερό

της μάνας

γής

λυσσώδες κουνούπι

βουτάει

σε βρώμικα νερά από

ξε πλυμένο χρήμα

off …… shore

Απληστο παιδί

ζητάει συνεχώς ό,τι δεν έχει

ό,τι έχει

ό,τι αρπάξει

ό,τι θα ήθελε να έχει

δεν δίνει

τίποτα,

τού μάθανε μόνο να ζητάει

και να παίρνει.

Παιχνίδια αντοχής

σε οίκους ανοχής

για όποιον αντέχει

όποιον έχει

ό, τι δεν έχουνε οι άλλοι

οι πολλοί.

Σε αίμα…….επανα

στατικό

κυ

λά

ει,

με χάρη μπαλλαρίνας...

Είναι ο χορός του

ενίοτε

δύσκαμπτος,

σάν τα σκελετωμένα

αρθριτικά πόδια

ενός γέροντα

με ετοιμόρροπο βηματισμό,

που σκοντάφτουν

όπου βρούν.

Αλλες φορές

σε έκσταση

στρο

βι..………..α-στος

λι

δερβίσης

χάνεται πέρα... στο

κενό

θαρρεί ότι

όλος ο κόσμος του ανήκει!

Το ταξίδι όμως δεν τελειώνει εδώ

Απ’ όλες τις δημοκρατίες που εφηύρε

μία

μονάχη

μία

γεννήθηκε

έζησε

κι απέθανε

ίση με όλους

και με όλα

Και να! Τώρα στο νεκροκρέββατό του

έχει πέσει απόλυτη σιωπή

Η μοναξιά

του βαστά τό χέρι

πού βου

λια

ζει από το

βάρος

Του χαιδεύει το κορμί

πού κείτεται

σε πλήρη ακινησία

πάνω στο

ψυχοφθαρμένο κάλυμμα

της ζήσης

που δεν σκοντάφτει πια

στις λακούβες

της καρδιάς

Και ο νούς πια δεν σπαρταρά σαν ψάρι

μόνο

αργοπεθαίνει

σε διάυγεια πλήρη

Ο, τι έζησα, έζησα ! αναφωνεί.

Το κορμί αναρριγεί

Κι αν πνίγεται η φωνή

Κι αν αντηχεί σαν τον λυγμό του πεθαμένου

Κι αν χάνεται τώρα το θάρρος

Σημασία δεν έχει πια, καμιά

Ο τελικός προορισμός

είναι άπορος

ανένταχτος κομματικά

αδιάλλακτος

αμείλικτος και

τέλος…..πάντων

γυμνός.


Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης