Περπατώ στους ανοχύρωτους δρόμους των σύγχρονων πόλεων και φοβάμαι τους άλλους που πορεύονται με βήμα ανδρείκελου και παρωπίδες στα μάτια.
Κάτω από αφίσσες λεπρές, νόθες σημαίες κι εθνόσημα κίβδηλα στη δαγκάνα της σκουριάς, οι καιροφυλακτούντες μεταπράτες προετοιμάζουν τη νύχτα με μαχαίρι και ξεπαστρεμό.
Αφήσαμε την προετοιμασία του Αύριο λεία στα χέρια των φονιάδων.
Τώρα ακονίζουν τα κοφτερά μαχαίρια τους επάνω στα κορμιά μας. Την τρυφερή σάρκα παραδόσαμε των άπραγων παιδιών μας στ’ όργιο της σφαγής.
Κατόπιν βαδίσαμε στη ζούγκλα του αιιοτρόπαιου μέλλοντος με μνήμες ναρκοθετημένες, καταχωνιασμένες φωνές κι άπληστα βήματα.
Κι όμως ξέραμε τι σημαίνει το χτύπημα του κεφαλιού πάνω στον τοίχο. Το χάραγμα των νυχιών. Το ξεμασχάλιασμα των χεριών.
Το παρακινδυνευμένο περπάτημα δίπλα σε αυγά κροκοδείλων, τ’ άνεργα χέρια.
Η αλαζονία της εξουσίας, φλύκταινα και τροφείο οδύνης λαών που χάσαν τον προσανατολισμό τους σαν τρένα ξετροχιασμένα στη νύχτα.
Με χρησμούς κι επαγγελίες προφητικές μας είχαν προειδοποιήσει οι Νεκροί Ποιητές, πριν ολόγυμνους τους πετάξουν στο δρόμο.
Οι ματωμένες φωνές τους, πρόκες σε γλώσσες κωφαλάλων, ασβέστης σε πρόσωπα παλιάτσων.
Με τι λουλούδια να καλύψω τις ματωμένες πληγές σ’ αυτούς τους αιχμηρούς καιρούς που απόμεινε η Ποίηση γυμνή στην κυριαρχία του μίσους.
Το χυμένο αίμα γυαλίζει σαν ένα τσαμπί ροδίτης, ενοχή και στίγμα στο χάος της καθημερινής ρουτίνας του θανάτου.
Σχηματίζει συνθήματα ιερογλυφικά για τους ανθρωποφάγους της Νέας Μυθολογίας.
Ποια η αρχή και ποιο το τέλος...
Σκούρα κηλίδα το χτες, αγκαθωτό συρματόπλεγμα το
σήμερα, απαλλοτριωμένο το αύριο..
Η Πορεία των Λαών μέσο στο χρόνο, μια φλέβα σπασμένη ανάμεσα σε περιχαρακωμένα συμφέροντα και κέρδη.
Κυριαρχία και θάνατος οριοθετούν τα νέα σύνορα, ενώ ρίζες πανάρχαιες αποκόβονται βίαια.
Κρεματόρια και γενοκτονίες μονογράφουν τον όλεθρο και η θηριωδία παρωδεί την οδύνη τους στο δρόμο της φυγής χωρίς πατρίδα.
Πατρίδα, το πρόσωπό σου γέμισε ρωγμές, τύμβους σφαγών κι όλεθρο. Φάλαγγες πελιδνών σκιών διασχίζουν τα βουνά, νηστικοί και πένητες ακροβατούν στην αναλγησία των απεχθών καιρών.
Λειχήνα χιονιού στην παραφορά των άγριων ανέμων έχασα τη φωνή μου ασήμι ραγισμένο σε πηγάδι βαθύ κι άδεια πιθάρια.
Έχασα τα παιδιά μου ασπάλακες τρυφερούς κάτω από το χώμα. Τα τρυφερά κορμάκια τους γέμισαν ρωγμές πηλού κι οι πέτρες αιχμηρές τα τρυπούν, άσυλο νεκρών πουλιών.
Το φάσμα της πείνας στ’ ανάγλυφα κορμιά φυματικών πυγολαμπίδων λιγοστεύει το φως σε χιλιάδες μάτια.
Επαναφέρει τη δύσοσμη αποφορά του θανάτου.
Άγγελοι καταστροφής σαρκάζουν μ’ εποπτεία ηλεκτρονική.
Σε στοές λαβυρίνθων και φονικές λεωφόρους φυσούν άνεμοι εριστικοί κι ένας διχασμένος προβολέας αιχμαλωτίζει το φως σ’ όγκους μπετόν, εγκοπές δρόμων.
Σχήματα γεωγραφίας συνθέτουν η υγρασία κι η μούχλα στις διακλαδώσεις των φώτων και των λαμπερών διαφημίσεων.
Σύννεφα ραδιενεργού τέφρας συσκοτίζουν το φως τ’ ουρανού.
Υμνολογήστε την πυρίκαυστη δωρεά της αιθάλης των φλεγομένων πετρελαιοπηγών, την αφροδίαιτη μόλυνση των θαλασσών την απολιθωμένη φρίκη της πίσσας.
Το αβαφές πρόσωπο του πυρηνικού σκοταδιού κρύβει τον ήλιο σε νεκρότοπους ερημιάς κι επαναφέρει το δέος τ’ οδυνηρού τέλους.
Κι έρχονται οι Ινδιάνοι με πρόσωπα εγχάρακτα για τις Ιεροτελεστίες της Άνοιξης κι ο Αμαζόνιος καίγεται δέντρο πυρπολημένο μιας πατριδογνωσίας σαρκοβόρας με το δάχτυλο πίσω από την σκανδάλη.
Με το αθώο τους θάνατο επισημαίνουν την έναρξη της διαδικασίας για την Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Κι η Ειρήνη, σημαία κουρελιασμένη ανεμίζει στο κοντάρι του Μεγάρου των Εθνών.
Μια φυσαρμόνικα ξεδοντιασμένη στο στόμα δίγνωμων πιστωτών.
Παγιδευμένη με το πρόσωπο φαγωμένο από τα ουρλιαχτά της μεσονύχτιας σειρήνας, ακινητεί αιμόφυρτη σε δεσμωτήρια και συρματοπλέγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου