I
Μικρά στενάχωρα κλουβιά
φοράμε σαν ξυπνάμε
κι αμήχανα κοιτάμε γύρω μας.
Ένα μικρό συρτάκι
από γυαλί φιμέ
πνίγει καλημέρες και μισόλογα.
Ύφος βλοσηρό και κουρασμένο,
μιας κι απέτυχε ξανά
κάθε προσπάθεια επαφής.
Αυτό μένει,
κι αντικρίζει ο διπλανός μας.
Κι όσο περνούν οι μέρες,
τη συνηθίζουμε τη μοναξιά,
και γίνεται ο φίλος
που δεν διαλέξαμε ποτέ.
Εμείς κι αυτός μονάχα,
στον κόσμο τούτο.
Κι οι άνθρωποι,
απλώς περνάνε δίπλα μας,
πνιγμένοι όπως εμείς
στης αποξένωσης τη θλίψη,
στου φόβου το δηλητήριο.
II
Φεύγει τρεχάτα ο καιρός
κι ακολουθούν από κοντά
σύνεση, λογική και ψυχραιμία.
Κι αφήνουν σύνεργα,
θραύστη και κόπτη,
στη θήκη τους δεμένα.
Και πώς να τρέξεις ύστερα,
ανάλαφρα κι ήρεμα,
και να μηνύσεις στους υπόλοιπους:
«Κοίταξε με,
τα κατάφερα,
και λεύτερος βαδίζω!
Μπορείς κι εσύ!
Θα βοηθήσω όπως μπορώ.»
Γιατί το δυσκολότερο
σαν είσαι φυλακή,
δεν είναι να βρεις
της διαφυγής τα εργαλεία,
μα πάνω σου να τα χεις
κι η χρήση τους να ξεχαστεί.
Τότε κι αυτά,
βαρίδια γίνονται
και σε τραβάνε πιο βαθειά
στον βούρκο,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου