στον μπαμπά μου
Ήταν ένας άνθρωπος
κάποτε
κάθονταν
στην κόκκινη εξοχική του καρέκλα
Κάθε βράδυ
τον κόσμο ατένιζε
το
αραιοκατοικημένο χωριό
με το
λιγοστό φωτισμό του
τα ταπεινά
σπίτια του
΄πόσα
καράβια σάλπαραν
χωρίς εμένα
πόσες
γυναίκες βρέξαν τα χείλη τους
σε άλλες
αγκαλιές΄
κι αυτός
εκεί με τον πόθο άσβηστο
τη μνήμη
ζωντανή
παραμυθάς,
ονειροπόλος κι ένας γάμος
χωρίς έρωτα,
αδιάφορος
συγκυρία της
στιγμής
άβουλο ον
στα τερτίπια της μοίρας
έτσι
γλυτώνεις τη φυλακή καμιά φορά
και ξέρεις
τί εστί Καπελάρης
Ξύλο πολύ
και δεμένα κεφάλια
εξευτελισμός
για το τίποτα
Σωφρονισμός
από υπεροψία
εξουσία
φασίζουσα
σε μια
ιδιότυπη 'δημοκρατία'
Ήταν ένας
άνθρωπος κάποτε
σκεφτικός,
προβληματισμένος
στη γροθιά
του κρατούσε τα θέλω του
στη ματιά
την ελπίδα
Ανοιχτός στα
ερεθίσματα
δουλεμένη
μορφή, απροσπέλαστη
σαν το
ροζιασμένο της δέρμα
μιας άλλης
εποχής, σκεπασμένος με τρίχωμα
ικανός για
ένα βήμα ακόμα
Στο μπαλκόνι
του εκεί μες το σούρουπο
με το γρύλο,
το τριζόνι, τον απόηχο του τζίτζικα
τα λιλά και
τα μωβ της Βελούτσας
Κάπου εκεί αντικρίζει ένα πέλαγος
ένα άλλο
χωριό ξεχασμένο
Σαν παιδί
είχε ζήσει στις πέτρες του
στη
δυστυχία, στη φτώχεια, στον πόλεμο
πως
σκαρφάλωνε βλέπει, ως τα ζώα του
στο γαλάζιο
νερό να αμολήσει
'ένα καΐκι
αν έφτιανα κάποτε
και
Καμπλάφκα, και Κάλαμο και Καστό
και τα γύρω
νησιά θα γυρνούσα'
με τα ψάρια
στα μάτια του
το γυαλί απ’
το κύμα να ρέει
πόση αρμύρα
τη σκέψη να καίει
και το
ταξίδι που πότε του δεν έκανε
Ήταν ένας άνθρωπος κάποτε
στριμωγμένος
από φύση να πλέει
για την
ψυχική του την άνεση
τους άλλους, τα παιδιά κι όσα έρχονται
και τριμμένο
το ρούχο να λιώνει
ώσπου να
φέρω το φτηνό το πουκάμισο
απ' τον άλλο
εραστή του Στελάρα,
κι η χαρά,
η λαχτάρα του, για το δώρο και μόνο.
Μα την πίκρα
σ' αυτόν που δεν άκουγε
θα τη βγάλει
μη φορώντας το ρόλεξ ή
το ακριβό
του το ένδυμα
Ξέρει την
τέχνη της τυραννίας
από μικρός
κι από αρχαίος
Βασανισμένος
σωστά, βασανίζει
Ήταν
ένας άνθρωπος κάποτε
χτισμένα τα
σπίτια, φορτωμένα με πέτρες
στους ώμους
πληρωμένα με
φωτιά από χυτήρια
λαμαρίνα που
χύνει και δίνει, μες τα μάτια το σχήμα της
Μια κουκέτα
μια κουβέρτα
ρύζι κιμάς
και τηγάνι
το κομπόδεμα
σφίγγει γερά
ως την Κύπρο
ο Ντενκτάς
το απάγγειο του δίνει, σε Τούρκο
Ήταν ένας
άνθρωπος κάποτε
τα σπατάλησε
όλα για άλλους
και το
αντίτιμο....
Ξεροκέφαλα
τέκνα, θλιμμένα
και το
χώρισμα πόρτα δεν άνοιξε
ούτε γάμους
κανίσκια κουλούρια
με σφαχτά οι
γωνιές του σπιτιού γεμισμένες
κι ούτε
νοιάστηκαν τη χαρά που περίμενε
για τα
στόματα ή βλέμματα, ποιος ξέρει
Ήταν εκεί
κάποτε
δε μιλούσε
πολύ για τί θέλει
για το δίκιο
και τ' άδικο φώναζε
Δε μιλούσε
πολύ κι όταν έφευγε
με κοιτούσε
μονάχα μην κλάψω
και τα χείλη
σφιχτά τα κομπόδενε
Ήταν ένας
άνθρωπος κάποτε
στηριγμένος
γερά στο ανάστημα
και τα σπλάχνα σαθρά τον λυγίσαν
μα και πάλι
ορθός ξαπλωμένος
Μία μέρα
κοιμήθηκε σπίτι του
το μπαλκόνι
θλιμμένα ζητούσε
και με ένα
ωχ διψασμένο ξεψύχησε
προς τον
τοίχο του σπιτιού που ριγούσε
Ήταν ένας
άνθρωπος κάποτε
γελαστός μες
το χώμα βουλιάζει
Ποιος το
ξέρει αν η ζωή τον αντάμειψε
ή αν
προδομένο σκυλί τον αφήνει
Ή ταν
σίγουρα, κά ποτε
μα τώρα
ποιος μπορεί να μου πει
τί θυμάται
ή αν πέρα
απ' τα σύνορα της μνήμης μου βρίσκεται
κι αν η
ενέργεια αιώνια υπάρχει
"Ή Ταν Ή", ρώ δέλτα. Από την ποιητική συλλογή (Τα)(Αν)Επίκαιρα εκδ.Ωκεανίδα Αθήνα 2015
ΑπάντησηΔιαγραφή