Πλησίασε να καταθέσει τον πενιχρό
της οβολό
στα πέτρινα χέρια των αγνοούμενων.
Εν μέσω αρχαγγέλων κι ανταρτών.
Με φανταχτερό διάδημα και κόκκινο βελούδο.
Οπλισμένη.
Ξυπόλυτη και ξάγρυπνη.
Πλησίασε ευλαβικά η μάνα νύχτα
κρατώντας την ανάσα στην προσμονή
της έκρηξης.
Πλησίασε κι έβαλε το λαιμό της
κάτω απ’ το λεπίδι των γνωστικών.
“Ας έρθουν τώρα'. Είπε.
“Ας έρθουν οι υπάλληλοι. Ας έρθει η πουτάνα η
μέρα.
Από την Ιθάκη ας έρθουν. Κι από την Πέλλα.
Εγώ θα χωθώ, να κοιμηθώ λίγο, εδώ,
στις τσέπες των πουλημένων, των προδομένων,
των σακατεμένων απ’ αγάπη. Ας έρθουν'.
Απομακρύνθηκε. Άφησε πίσω τον τόπο του
κρανίου.
Του κρανίου που σήμαινε:
Έτσι θα δοθείς στην κοινωνία. Ούτε λογοτεχνικά
άλλοθι, ούτε έρωτες θα σε σώσουν. Όπως οι
πρωθύστεροι
και οι μετέπειτα θα συρθείς στη δίνη μου.
Στο προσωπικό μου κενό θ’ αφομοιωθείς.
Απομακρύνθηκε.
Πίσω,
Σαν κομμένη ουρά φιδιού, σφάδαζε το πάθος.
Εν μέσω αρχαγγέλων κι ανταρτών.
Με φανταχτερό διάδημα και κόκκινο βελούδο.
Οπλισμένη.
Ξυπόλυτη και ξάγρυπνη.
Πλησίασε ευλαβικά η μάνα νύχτα
κρατώντας την ανάσα στην προσμονή
της έκρηξης.
Πλησίασε κι έβαλε το λαιμό της
κάτω απ’ το λεπίδι των γνωστικών.
“Ας έρθουν τώρα'. Είπε.
“Ας έρθουν οι υπάλληλοι. Ας έρθει η πουτάνα η
μέρα.
Από την Ιθάκη ας έρθουν. Κι από την Πέλλα.
Εγώ θα χωθώ, να κοιμηθώ λίγο, εδώ,
στις τσέπες των πουλημένων, των προδομένων,
των σακατεμένων απ’ αγάπη. Ας έρθουν'.
Απομακρύνθηκε. Άφησε πίσω τον τόπο του
κρανίου.
Του κρανίου που σήμαινε:
Έτσι θα δοθείς στην κοινωνία. Ούτε λογοτεχνικά
άλλοθι, ούτε έρωτες θα σε σώσουν. Όπως οι
πρωθύστεροι
και οι μετέπειτα θα συρθείς στη δίνη μου.
Στο προσωπικό μου κενό θ’ αφομοιωθείς.
Απομακρύνθηκε.
Πίσω,
Σαν κομμένη ουρά φιδιού, σφάδαζε το πάθος.
(απ’ τη
συλλογή «Το μαύρο χιόνι», εκδ. Ελλέβορος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου