Βάλτωσε η νύχτα στις παρυφές της αγωνίας
Έτρεχε στην τσιμεντένια άσφαλτο
όλο και πιο γρήγορα
Βραδινός προπονούμενος
Με κατεβασμένο σκουφάκι στ΄ αυτιά
Κάτω απ΄το δέρμα του η ενοχή
γλίστραγε υγρή
Πέρασε ώρα
Το χαλασμένο φανάρι άναψε ένα κοραλλί που φωσφόριζε
Σιγά σιγά το έδαφος άρχισε να βουλιάζει
Πρώτα, αισθάνθηκε δάχτυλα να αγγίζουν τη φτέρνα του
Κοντοστάθηκε
Ξεγελάστηκε πως ήταν κράμπα
Όμως ήταν δάχτυλα
Τότε θυμήθηκε τη γάτα με τα λιωμένα έντερα
που σερνόταν στο δρόμο
όταν έπεσε πάνω της με τ΄αμάξι.
Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα
Η άσφαλτος λιώνοντας σε σπείρα τον τύλιξε
θάβοντάς τον μέσα.
Έπειτα έγινε ησυχία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου