η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Αναμονή

Αενάως διαλυόμενος
κοιμάσαι και χάνεσαι σε θάλασσες χωρίς χρώμα
τα μέλη σου διασκορπισμένα σ΄ένα τοπίο ήσυχης καταστροφής
σε καταπίνει κάθε όνειρο
αληθινότερο απ’ τη ζωή
Κι όταν ανοίγουν τα μάτια, μπερδεύεσαι-
τι ειν’ αυτό που ζεις στ΄αλήθεια;


Κάθε πρωινό μια ανασύνταξη:
Φοράς χαμόγελα
και φτιάχνεις τη φωνή σου σαν γραβάτα
Έξω ο κόσμος σαν να δονείται συνεχώς -
δεν θες να ξέρεις το γιατί
Περνάς μέσα απ’ όλους αυτούς με υπομονή
και βγαίνουν από το στόμα σου οι σωστές οι λέξεις
σφίγγεις χέρια, μοιράζεις χαμόγελα
μα πού θα πάει όλο αυτό


Το βράδυ μόνος, σε δείπνο με το τίποτα
βγαίνουν βόλτα οι σκέψεις, στριφογυρίζουν στο ταβάνι
χορεύουν το δικό τους βαλς μέσα σε μοβ φουστάνια
Ξένες πια κι αυτόνομες
Ολίγον θορυβώδεις, κι  ολίγον - τι απατηλές
Μετράς τα «θέλω», τις στιγμές σου
Και βρίσκεις το ταμείο άδειο


Η απόλυτη αντανάκλαση της σύγχυσης
Και η αναμονή
                    του αγνώστου.

Οι πάνδημες κατανύξεις

Απών, απούσα,
Απούσες, απόντες

Απουσίες σώματος
Ψυχής απουσίες

Οι πάνδημες κατανύξεις
Απουσιολογούν εκφώνως

Όπως και αν το έχω ζήσει
Ιδια είναι τώρα η περίσταση

Σμιλεύουν τη μελαγχολία των εορτών
Πάνω στο ήδη πληγιασμένο σώμα μου

Εστίες κακοφορμισμένες στον αέρα της αγοράς
Δεν πιάνουν τα γιατροσόφια  να τις μαλακώσουν

Κι ενώ κλείνω τα μάτια  μήπως και συντομεύσουν οι μέρες
Θα προσέλθω συνευχέτης να απολογηθώ «και του χρόνου»!

Στην αμυγδαλιά του πατρικού κήπου

Πώς  άνθισαν  απόψε  τα  κλαδιά  σου
που  σ΄έντυσαν  νυφούλα  σε  μια  μέρα,
και  λάλησε  του  πόθου  σου  η  φλογέρα,
λουλούδιασαν  δροσάτα  τα  φιλιά  σου!

Ως  σ΄είδα,  μου  εφάνη  η  καρδιά  σου
γοργά  πώς  χτύπαε - ωσάν  τη  μέρα
μικρούλα  που  σε  φύτεψα  πιο  πέρα,
στου  κήπου  μας  την  άκρη - η  ματιά  σου,

να  βρεί  το  φίλο  που  έχασε  εζήτα.
Λές  νάταν  πλάνη,  η  νάταν  πίκρα
το  πατρικό  μου  σπίτι  που  είχα  αφήσε;

Θυμάμαι  τή  στιγμή!  Μονάχος  βγήκα
απ΄  την  πόρτα  του  σπιτιού - μονάχος  μπήκα.
Γεμίζει  η  στάμνα  της  ζωής  και  τρέχει  η  βρύση...

Από την  συλλογή του Αριστομένη Λαγουβάρδου, <<Στα απόκρυφα τοπία  της  μοναξιάς>>

ΠΑΣΧΑ 2015

Βλέμμα
διπλής όψεως

Που βλέπει τον χρόνο
να μην πεθαίνει.

Μία Χαρά 
σαν αυτή που γειτονεύει
με τις Κυριακές.

Διεσταλμένα τα μάτια μου.

Στον τρόμο και το Θαύμα. 

ΙΧΘΥΣ

Όταν με βάγια σε ζητωκραυγάζει ο όχλος
τη Σταύρωση να περιμένεις
οι Αρχιερείς και οι Πιλάτοι βαθυστόχαστα
την άδεια σκέψη τους
του πλήθους θα την κάνουν δικαίωμα
κι η τέχνη η τοξόβελη αρρωγός
στεφάνια ακάνθινα θα πλέκει
στο Λόγο της Υπερτάτου Αρμονίας.
Τους λίγους φίλους τότε κάλεσε
στο Δείπνο τον τελευταίο το Μυστικό
και πες τους για τα Γυφτοκάρφια
που οι ανθρώποι ετοιμάζουν
όταν κοντά τους πλησιάζει το Υπέρτατο Καλό.
Μπρος στην κακία τους
παράδεισος η Γεσθημανή φαντάζει
κι η καλωσύνη τους
με Ύσσωπο και με Χολή είναι ποτισμένη.
Μάθε τους φίλους τους καλούς
τους Γολγοθάδες
κουβαλώντας το Σταυρό τους ν' ανεβαίνουν
και πες τους
ότι χωρίς Σταυρό μην προσδοκάν Ανάσταση
μα δύσκολα όμως θα πιστέψουν
αν δε σε δουν μπροστά τους !

Εκείνη της Ανάστασης τη Μέρα τη Μία των Σαββάτων.

Στην όχθη της λιμνοθάλασσας.

I

Εκεί,
στη λιμνοθάλασσα
των αναπάντητων ερωτημάτων,
πετώ ένα βοτσαλάκι,
να ταράξω
της σκέψης τα νερά,
ν’ αναδεύσω
σκόρπια γεγονότα,
συνέχεια ψάχνοντας
στην ασυνέχεια
που μας χαρακτηρίζει.

Σκέψεις
πυκνές και βαρυσήμαντες,
από το λήθαργο να βγουν
και την ανεμελιά,
να δώσουν το παρόν
όπως αρμόζει
σε δύσκολους καιρούς
γεμάτους από φάκες
και σκοτεινά αδιέξοδα.

ΙΙ

Γνωρίζω τον κίνδυνο,
σαν σπας
το νόμο της αδράνειας,
σαν ξετυλίγεις το κουβάρι
και ξεκινάς τη συγγραφή
κακοτράχαλων διαδρομών.

Φαντάσματα του παρελθόντος,
του μέλλοντος αρπαχτικά
θα συναντήσεις,
μα μη λακίσεις,
πέτα μια πέτρα αιχμηρή.
Ρίξε με δύναμη
και παρατήρησε.
Πως σβήνουν
σ’ ομόκεντρους, μικρούς
κυματισμούς,
αφήνοντας
γαλάζιο και γαλήνη,
νέους ορίζοντες κι ουρανούς
να ταξιδέψεις.

Το είδωλο μονάχα
μη λαβώσεις,
σαν βρει το θάρρος να φανεί.
Κομμάτι δικό σου είναι,
σάρκα απ’ την σάρκα σου
κι ας είναι μια σκιά,
παιχνίδι του φωτός
με τα νερά.

Στα μάτια του
και στην καρδιά
κάτι από σένα κρύβει.
Στιγμές,
πρόσωπα,
αισθήματα,
χρώματα
και μουσικές
μιας κρουαζιέρας
που από χρόνια έχει συμβεί
μα ξεχαστεί
συνάμα.

Λάθη και πειρασμοί
αγκαλιασμένοι,
την κατανόηση ζητούν
και την αποδοχή,
καλώντας σε,
το πρώτο βήμα
για τη λύτρωση να κάνεις.
Μια θέση ζητούν κι αυτά
πλάι σε άσπρα σύννεφα,
σε όνειρα και γλάρους
που κράτησες για συντροφιά
στους κύκλος της ζωής.

III

Εκεί,
στη λιμνοθάλασσα
των αναπάντητων ερωτημάτων,
πέτα ένα βοτσαλάκι,
να ταράξεις
της σκέψης τα νερά.

Μη φοβηθείς στο τι θα βρεις,
μη ξεχαστείς,
εσύ βαδίζεις στη στεριά.

Καλή αναζήτηση.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης