Η ώρα ήταν τρείς.
Έριξε μια ματιά στα πουλιά, πάνω.
όλο και του ξέφευγαν στο μέτρημα.
Τρεις φορές πέθανε ο πατέρας του,
τόσες και μέχρι να μετακομίσει απ’ την αυλή.
Φοβάται βράδυ τους γείτονες.
Θυμάται ένα πηγάδι
μ’ έναν παλιάτσο πάνω στο καπάκι
αντί για πέτρα.
Σιγά-σιγά η ζέστη μίκραινε την ανάσα στο δωμάτιο,
κι ο ουρανός άδειαζε απ’ τα πουλιά.
Τό ‘ξερε και αυτό ο πατέρας.
Περίμενε τους χωροφυλάκους,
κοιτούσε το γεμάτο τασάκι...
Ονειρευόταν μια γριούλα που γέλαγε.
Έριξε μια τελευταία ματιά.
Δεν ήταν μόνο το πηγάδι,
ήταν κι ένας γέρος μεθυσμένος, που διαλαλούσε τα πλούτη του:
«Σας έφερα πολύ χρήμα.
Κέρδισε η Χαρά στη τρίτη κούρσα.
Μονάχα εγώ την είχα ποντάρει».
Έριξε μια ματιά στα πουλιά, πάνω.
όλο και του ξέφευγαν στο μέτρημα.
Τρεις φορές πέθανε ο πατέρας του,
τόσες και μέχρι να μετακομίσει απ’ την αυλή.
Φοβάται βράδυ τους γείτονες.
Θυμάται ένα πηγάδι
μ’ έναν παλιάτσο πάνω στο καπάκι
αντί για πέτρα.
Σιγά-σιγά η ζέστη μίκραινε την ανάσα στο δωμάτιο,
κι ο ουρανός άδειαζε απ’ τα πουλιά.
Τό ‘ξερε και αυτό ο πατέρας.
Περίμενε τους χωροφυλάκους,
κοιτούσε το γεμάτο τασάκι...
Ονειρευόταν μια γριούλα που γέλαγε.
Έριξε μια τελευταία ματιά.
Δεν ήταν μόνο το πηγάδι,
ήταν κι ένας γέρος μεθυσμένος, που διαλαλούσε τα πλούτη του:
«Σας έφερα πολύ χρήμα.
Κέρδισε η Χαρά στη τρίτη κούρσα.
Μονάχα εγώ την είχα ποντάρει».
Το ποίημα του Νίκου Κυριακίδη "Απολογία" περιέχεται στο βιβλίο του Νίκου Κυριακίδη "Δρόμοι με ματωμένα γόνατα" [σελ. 17] που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ars Poetica
ΑπάντησηΔιαγραφή