Έγερνε η μέρα αλαργινά αλλοχωρίτη ήλιο
ζαβό κοπάδι έμπαινε βελάζοντας στη στάνη
κι έφευγε μες τ’ απόβραδο της κορυφής προσήλιο
που στη ματιά αντιφέγγιζε του ταπεινού τσοπάνη.
Στο χιόνι απάνω άφησε ο γερο βοσκός τ’ αχνάρια
κι άναψε λάμπα σε φτωχό καλύβι να φωτίζει
λαμπύρισε κι ο ουρανός απόθαμπα άστρα ανάρια
ξερό κεδρό μες τη φωτιά τινάζεται και τρίζει.
Μα απόψε αλλιώτικη η βραδιά για τον καλό ειν’ ποιμένα
που’ χει κλεισμένο στην καρδιά της Βηθλεέμ τ’ αστέρι
μαχαίρια ’γίναν του χαμού χρόνια τα προδομένα
απ’ όσα νιότης η χαρά του είχε πρώτα φέρει.
Μόνος ! και φεύγει η σκέψη του! Στην άγια νύχτα πάει
στα ωσαννά Άγγελος κι αυτός ! Άγγελος φωτοφόρος!
μέσα στην άρρητη χαρά του Θείου σπηλαίου πετάει
όπου γεννήθηκε Θεός ανθρώπων Λυτροφόρος.
Είχε αποκοιμηθεί γλυκά σαν βρέφος να ’ν σε μάνα
αόρατη μία μορφή του κράταγε το χέρι
των Χριστουγέννων ορθρινή ακούστηκε καμπάνα
κι έλαμπε στην Ανατολή της Βηθλεέμ τ’ αστέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου