η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΦΥΛΛΟΡΡΟΟΝ ΗΜΑΡ (Β.Α.)

Χινοπωριά.
Μολυβδωτή σκέπασε η αντάρα
γυμνή απόκρημνη κορφή ψηλά στον ουρανό
μουντόχρωμη στη δίψα της η παλιακιά η σάρα
σκούρα τα φύσης χρώματα στο αρχαίο το βουνό.
Και κάτω
απ’ τη νεφελή
της ερημιάς ομπρέλα
βελάνι σ’ όχτο κύλισε δίπλα στο κολχικό*
ανάδεψε μία μικρή του λόγγου κουκουμέλα*
κι ένα άλλο νεοφύτεμα σπάνιο εποχικό.
(Η στάλα πάνω ιρίδισε στης πέτρας την ψυχή
κι άφησε χίλια χρώματα σε ηλιαχτίδας μάτι
κι ύστερα σ’ ένα ράγισμα
σε πέτρας αμυχή
κύλησε πάνω σε πετρό καινούριο ένα κομμάτι.)
Κι οι φυλλωσιές που φόρεσαν χρώματα γιορτινά
τα ρόζ τα μπλέ τα κίτρινα πορτοκαλιά και τ’ άλλα
σκαρφαλωμένες
πέφτουνε αέρινα απαλά
από καιρού το διώξιμο απ’ τ’ ουρανού τη σκάλα
στη νοτισμένη κάτω γη σε φθινοπώρου σάλα.
Μόνο η βοή του ποταμού στην πατωσιά σου κράζει
<<Καλό χειμώνα>>
και κυλάει κατά τα χειμαδιά
με κείνη την αργόσυρτη στο πρωτοβρόχι βιάση
ντυμένος με την καφετιά του άγριου την προβιά
που του ’βαψαν νεροσυρμές λαγκάδια καταιγίδες
στούρνες* που κάτω κύλησε το άγριο γιδερό
μέσα στα αστραπόβροντα και σε φωτιάς αχτίδες
κι άλλαξε χρώμα ο ποταμός και χρώμα το νερό.
Τα σπίτια έρμα !
Η εκκλησιά
στη θλίψη της κλεισμένη
μια μυστική στον κόρφο της ψελλίζει προσευχή
και το σχολείο ερείπιο με την καρδιά σπασμένη
σε μια γρια δίπλα καρυά
αργά ψυχοραγεί.
Ψευτορωμαίικο
παλιά λένε πως είχε γίνει
κι έταζε για την αρχή λαγούς με πετραχήλια
μα η καρδιά ενός λαού έτσι άρχισε να σβήνει
κι απόμειναν τα υστερνά τα γκρέντζελα* σταφύλια.
Κι αυτά ως πότε
κλίματα τα νια ποιος θα φυτέψει
και ποιος καμπάνα της ψυχής στα χρόνια θα χτυπήσει
στην κούνια νεογέννητο ποια μάννα θα χαϊδέψει
το λόγο το γεροντικό ξωπίσω ποιος θ’ αφήσει.
Άλαλα χρόνια
μπάλαλα
μούτα* που βαριακούνε
και χαραμάδες ψάχνουνε σ’ απάνθρωπα στερνά
σαν όχεντρες εκπτωτικές μες σε σχισμές να μπούνε
και να κρυφτούνε
σε σαθρά του χρόνου τα φερνά.
Ξυπνάτε
σκλάβοι και αστοί
Ξυπνάτε οι αστυσκλάβοι
βάλτε το νου στα χέρια σας τον ήλιο στην καρδιά
πριν του θανάτου
οι τάριχοι της γυάλας οι εργολάβοι
σας στείλουν στην αγύριστη τη σκοτεινή βραδιά.
Και βγάτε ν’ αγναντέψετε γεφύρια καμαρούλες
αετόφτερα και νέφελα ψηλά στον ουρανό
βράχια πετρά πλαγιές ριχτές κι απόκρυφες βρυσούλες
το θαυμαστό που αφήσατε ξωπίσω σας βουνό.
Κι υμνήστε με τον έσπερο επιστροφής το θάμα
κι υμνήστε με αυγερινό τον έναστρο ουρανό
επιστροφής σωτήριο της γενεάς το τάμα
στο αγαπημένο της ψυχής και της καρδιά βουνό.
             
κολχικό*- λουλούδι φθινοπωρινό
κουκουμέλα*- μανιτάρι
γκρέντζελα*- κλίματα αναριχώμενα
στούρνες*- πέτρες
μούτα* άλαλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης