η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Ανόστρου Κάσσιο* (Αρματά Ιώ)

Μιλώ στον κόρφο τον ψηλό μεσά στο supermarket
του κλαίω για το φορολογικό και τις γεμάτες κάρτες
τις  παίζω μες τη χούφτα μου σαν να’ ναι μαύρες χάντρες 
και ορέγομαι τον πλαγιασμό των ζόφων της βιτρίνας
αλλαντικά κι ωραία τα πουλερικά, τυριά, παστά και κρέατα
κορδώνουν την κοιλίτσα μου σαν πέτσινο ταμπούρλο                                                         

Ζητώ απ’ την καλλίγραμμη δυο φέτες με σαλάμι
Μου δίνει την λυπητερή και με κοιτάει με πλάνη
Της λέω για τη σύνταξή και τις βουλές του Τσίπρα
μ’ απλώνει με τα χέρια της δυο κεφάλια ξύγκια                                                              

«Για σούπα, κρεατόσουπα» μου γνέφει  και γελάει
Ευχαριστώ Μιλαίδη μου, σας βρίσκεται μήπως, τυχόν
και δυο κιλά μυζήθρα; Με σφίγγει το στομάχι μου
μονάχα με τα ξύγκια. Κι η σούπα· η καλύτερη
δίχως νερό και αλάτι, δεν πήζει βρε κυρούλα μου
άμα χρωστάς και νοίκια. Συγνώμη για τα θάρρητα
βαστώ και την ουρά μου, πηγαίνω και ξανάρχομαι σαν έρθει η σειρά μου.                                                                                                         

Στυλώνω τα ποδάρια μου ξοπίσω απ’ το καρότσι
το σπρώχνω προς το διάδρομο εκεί που πάνε όλοι
Ανάθεμα τις βιγκενιές και τη χορτοφαγία
Πότε  γαμώτο ακρίβυνε της μπάμπος το φασόλι;
Θα πάρω το γιαούρτι μου που λήγει κάθε τόσο  
και ανάθεμα για χρήματα αν πρέπει να σκοτώσω                                                  


Τρολάρω στην ταμειακή την μπροστινή κυρία
με φίσκα το καλάθι της μου δίνει τη σειρά της
ρολάρω το καρότσι μου και βγάζω την πραμάτεια
δυο γιαούρτια στραγγιστά, δυο φέτες με σαλάμι
και σπρώχνω μπρος στα φανερά τα ξύγκια, τη μυζήθρα
μου ρίχνει μια βουλιμική ματιά η σάπια η ταμίας 
«Μου τα δωκε η Μιλαίδη μου, ρωτήστε την αν θετε»
και αρπάζω μες την αγκαλιά και χώνω το πεσκέσι
του μπίγει αυτή τα νύχια της, σαν βρέφος το κρατούσα
και ακούω ένα τιτίβισμα να κρώζει για βοήθεια
“Security! Security!”                                                                       
το show off

- Μάλιστα. Μήπως να κάναμε καιρό, τη σούμα να πληρώσω            
και για τα δυο σαλάμια σας ό,τι έχω να τα δώσω;
- Μα πώς; Και τα γιαούρτια σας;
- Αυτά είναι απ’ τα ληγμένα
- Ναι αλλά τα διαλέξατε και τα’ χω μετρημένα
- Ωραία, στα χαρίζω αυτά. Πόσο έχουν να στα δώσω
- Μα δεν τα θέλω Κύριε, παλιά και ξινισμένα
- Τον Μπράβο τι τον έφερες; Πώς θέλω να θηλάσω;                                           
- Να δώσεις τα στοιχεία σου, να κάνει τη δουλειά του
- Θα πάρει δυο απ' τ' αρχιδία μου να βγάλει τα μισθά του
Τι με κοιτάς και χαίρεσαι; Θα έρθει κι η σειρά σου
Να δω άμα βγεις στην σύνταξη που θα' ναι τα βρακιά σου.
Και βγάζω τις τιράντες μου,γλιστράει το παντελόνι                                                          
γουρλώνει αυτή τα μάτια της, μπρος το τραχύ μου πόδι

Ε, μα δεν άντεξα και εγώ. Πριν πάει να φωνάξει
βουτάω τον λαιμάκο της τον μοσχοαναθρεμμένο
κι όσο και αν την λυπήθηκα που ξέπνοα κελαηδούσε
την έσφιγγα τα χέρια μου κι ας με παρακαλούσε
 “Security! Security!”                            

*Ανόστρου Κάσσιο:: «το δικό μας τυρί» στα βλάχικα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης