Γερμένος
δίπλα πλαγιαστά
στο σάπιο το καλύβι
ο τσίγκος
όπου έπαιξε την πρώτη αρμονία
στέγης
που νεροκρόταγε
και του φτωχού τιμούσε
του έρωτα το παιχνίδισμα
τα δάκρυα του πόνου
και κράταγε
τη ζεστασιά απ’ της φωτιάς τη γλώσσα
στα δρόλαπα
και στου χιονιά τις άσπρες κρύες μέρες
κι ούτε αντηλιά είναι απάνω του
η φεγγαριού ανταύγεια
κι ούτε αχνόθαμπη λαμπή
από ’σπερνή ηλιαχτίδα
απόμειναν
στα μακρινά να βλέπει στρατοκόπος
μόνο ρυτίδες
που ’χουνε στα χρόνια καφετίσει
και σχηματίζουν ποταμούς κατεβασιές μεγάλες
του χρόνου τους μαιανδρισμούς
και των καιρών το κρίμα.
Κι αντέχει
ακόμα το καρφί στο πληγωμένο ξύλο
και τον κρατάει
μισό στη γης στον ουρανό τον άλλον
λες και σταυρώθηκε κι αυτός
με τους καιρούς αντάμα
και κει τον μαστιγώνουνε αέρηδες και κρύα
κι όλο βροντάει
στην ερημιά κανένας δεν ακούει
μόν’ τα πουλάκια της αυγής
και της νυχτιάς τα μόσκια
και τ’ άγρια απ’ τα ζαβά τα λόγγια από τα πέρα
και το αστρί
το έσπερο τον βλέπει και στενάζει.
Βραδιές βραδιές
ένα πικρό παράπονο τον πιάνει
σαν αντιφέγγει απάνω του μοναχική σελήνη
σε φθινοπώρου ήσυχες μικρές δροσοσταλίδες
και λέει τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.
Σαν ουρανός
τ’ ανθρώπινο το σκέπασα και τώρα
γυμνό το σπίτι
σκέλεθρο το δώμα της αγάπης
σκόνη το σκέριο της κυράς
και του παιδιού η κούνια
και η φιλόσοφη σχολή των γενεών το τζάκι
που μάθαινε η μια γενιά την άλλη να διαβαίνει
τις σκύλες
και τις χάρυβδες
τη μάθαινε να κτίζει
Άγιες Σοφιές
τη μάθαινε να κτίζει Παρθενώνες
πώς να τιμά το γέροντα αγάπη πως να σέβει
της αγκαλιάς
και τ’ ουρανού τη γονική την τίμια
αδελφωσύνη βλάμικη
με το αίμα πως να πλέκει
κι όπως προχώραε η χειμωνιά
ως καίγονταν το ξύλο
τη μάθαινε Ανάσταση Λαμπρής να περιμένει.
Κι ό,τι καλό
ό,τι άξιο
το σκέπαζα να στρέξει
και να διαβεί με το καλό καλήν αγαθωσύνη
του χρόνου
γέφυρο στενό φτωχού το τεθλιμμένο.
Μ’ άλλα αγαπάει ο άνθρωπος
κι ανηφοριές δε θέλει
που οδηγάν σε φωτεινά τ’ απείρου μονοπάτια.
Μόν’ αγαπάει
κατηφοριές και του χαμού τις στράτες
το επίγειο
το πρόσκαιρο
και το άκαιρο το πνεύμα.
Κι όταν τελειώνει το πικρό το θλιβερό τραγούδι
μέσα στη νύχτα
χάνεται
μαζί με φεγγάρι
Και κάπου κάπου
στου λάγκαδου τα ξωτικά θυμίζει τα τελώνια
και στου χωριού
τ’ αντίπερα σαβανωμένα σπίτια
με το σοβά της κλειδαριάς κι αυλή της αξενίας
πως μες τη σκότη ερημιά
κάτι
απομένει
ακόμα
πρωτού κι αυτό το καταπιεί η γης η καταλύτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου