η ποίηση στην εποχή της
Άβυθος
ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΛΙΤΣΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
Μα πώς να φύγω από τον τόπο μου
Με τι καρδιά
Εδώ είναι οι άνεμοι φίλοι μου
Κι ο Ήλιος πατέρας
Εδώ είμαι βράχος στα κύματα
Και στα λιβάδια κρίνος
Εδώ είναι ο τόπος μου
Από πατέρα ρίζα
Αετοφωλιά στον Όλυμπο
Και στο Αιγαίο βαρκούλα
Μα πώς να φύγω από τον τόπο μου
Άσπρο ξωκκλήσι στην εσπερία που να βρω
Στο κρύο τσιμέντο πώς να αποθέσω την ψυχή μου
Κι αν όλα αυτά δεν ήξερα πως με άγγιζαν
Τώρα που φεύγω βαθιά το νιώθω
Στη χώρα της ανατέλλουσας σιωπής
Σώμα που έγινες πουλί εξαπτέρυγο
Μ΄ έξι φτερά σαν άνεμος
μια αστραπή αμείλικτη
Στη χώρα της ανατέλλουσας σιωπής
Νύχτα που κρύφτηκε στους μικρούς δείχτες σαν μεγάλη τελεία
Ενός σταματημένου ρολογιού
Και εγώ το ρυθμίζω να δείχνει μόνο μέρα
Μόνο το πέρασμα του ανέμου
Από το κεφάλι βελόνας για
Μικρές δόσεις ευτυχίας που ξεφυλλίζουν
Τις εποχές και ανοίγουν
Τα κλειστά παράθυρα των σπιτιών
Για το κελάηδισμα του κοκκινολαίμη.
Εξαπτέρυγο σώμα
Αντάμωσες τη μελωδία των μεγάλων ωρών
Των θερισμένων άστρων την αντανάκλαση
Έρωτα απροσμάχητου
(7)
Πια δεν υπάρχουν αλυσίδες
και κελιά στενά δεν υπάρχουν
Χαλάρωσαν οι κρίκοι
και πλάτυναν τα κάγκελα
παίρνοντας νέες μορφές
κατά πώς η εποχή και η πρόοδος ορίζει
Χώρεσε μες στο μπουντρούμι όλη η πόλη
και τα χωριά
Σύνορα πια δεν υπάρχουν
τα έριξε το νόμισμα
και θα χαλάσει και αυτά που επιμένουν γιατί έτσι το συμφέρει
πήραν οι φράκτες νέες μορφές
κατά πώς οι νέες τάσεις διατάζουν
Επαφή πια δεν υπάρχει
την τέλειωσαν τα καλώδια
και η απόσταση άλλαξε
θεριεύοντας για τα αγαπημένα
μικραίνοντας βολικά για να σε βρουν οι νόμοι
Έγινε το πλήθος φυλακισμένος φύλακας εναντίον μας
με στολές, ρόπαλα και φανφάρες
Μεγάλωσαν τα τείχη τόσο που έγιναν αόρατα
και νόμισαν οι δούλοι δουλευτές πως νοικοκύρεψαν
Έγνοια μεγάλη για χρέος δεν υπάρχει
Σκορπίζει ο νους στις μικροθέλησες
όπως σκορπίζει στη θάλασσα η σταγόνα και διαλύεται
Πολύπλοκος ο κόσμος
κι όλος μια αποικία οπλαρχηγών και τρελαμένων
Λίγοι απόκληροι
εκτός των ορισμένων ρόλων
Λίγοι αυτοί που πάνε πιο πέρα
απ’ την ωραία καλύβα και το ζεστό ψωμί
Λίγοι
να μας καρφώνουν μηχανήματα
να μας κλωτσούν οι σάρκες
Λίγοι
… λιγότεροι αν πειστούν πως η δίψα τους δροσίζεται με αίμα
Λίγοι
Απρόβλεπτοι!
ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
άστρων,
κάτω απ’ το λαιμό σου είδα να διαβαίνει σιγανά
πυγολαμπίδα τ’ αερόπλοιο που λένε ξεκινά
πτήση νυχτερινή από τη Ρώμη, τη Μαδρίτη, το Λος Άντζελες, τη Λίμα
του Περού.
Και προσγειώνεται στην έρημο του Γκόμπι όπως όλοι κι όπως όλα.
Που αλλού;
Μεγάλη Άρκτος, Άλογο των άστρων
που στέκεις μες της σιωπηλής της ομορφιάς το πλήθος,
για μια στιγμή διάττων τις ή ξίφος,
πύρινο βέλος ή φλεγόμενη σφενδόνα
είδα κοντά στην κεφαλή σου να περνά.
Κι ο νους μου πήγε στα κακά τα τωρινά.
Τα κοντινά.
Και βέβαια, τι καλά.
Άλογο εσύ των Άστρων δροσερή μου ζωγραφιά
δεν το μπορούν οι άνθρωποι εσένα να σε φτάσουν.
Αν σ’ έφταναν θα σ’ έπιαναν τα πόδια σου να σπάσουν
για να μπορέσουν νόμιμα έτσι να σε περάσουν
στης Δύσης τα χασάπικα κονσέρβες να σε φκιάσουν.