η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Κύριε ένα πρωί, στο μεσουράνημα το βλέμμα Σου

Έστρεψα το δικό μου και θαμπώθηκα

Απ’ τα χρυσάφια του οίκου Σου

Και από της λάμψεώς Σου την αντηλιά.


Άκουσε τη φωνή μου που σέρνεται, αιώνες τώρα

Στα λασπονέρια σαν τριγμός.


Είμαι το χόρτο και Συ το πνεύμα

Που ως άνεμος κυματίζεις

Τις άυδρες μέρες μου.


Είμαι η αναμονή που θεριεύει

Τις άωρες νύχτες ή τα ορφανά μεσημέρια

Του βίου και Είσαι, ο καθαρός αυλός

που αναπαύει την ακοή μου από τους κόπους.


Είμαι τα κόκκαλα το σκεύος και η σποδός

Και Είσαι το μύρο που ευωδιάζει τους τάφους.


Είσαι ο νάρθηκας που με ευθυγραμμίζει

Σε ευθύτητα ημερών

Και ισιώνει κάθε παλινωδία μου.


Είμαι ο τριγμός του κάθε φόβου

Και Είσαι το θρόισμα στις καλαμιές του λόγγου.


Είμαι το άνισο ον

Παλινωδώ, οδυνούμενος στην συντριβή

Φόβοι και σπαράγματα με έχουν διατρήσει

Κι ίσως να μ’ αγκαλιάσει μία του βλέμματός Σου ακτίνα

Σε θερινές οπώρες βλάστησέ με…


Κύριε είμαι συντρίμματα

Και Συ μαζεύεις τα κομμάτια μου

Την κάθε αυγή πεταμένα στους νερόλακκους.


Κύριε εγώ είμαι ο άγριος βίαιος άνεμος

Και Συ Είσαι ο θρόος.


Κύριε χωρίς Εσέ θα είχα χαθεί στην ερημία των πόλεων

Στην πιο ταραγμένη ώρα των ανθρώπων.


Κύριε είμαι το κανάτι που συντρίβεται

Και Συ το συναρμόζεις.


Κύριε είμαι το θολό μεσημέρι

Η άδεια νύχτα

Και Συ γεμίζεις με άστρα

Το άδειο

Και σκιάζεις τους πόνους του φωτός.


Κύριε είμαι τα μαρτύρια που κάθε μέρα μου δίνεις

Και Συ είσαι η δόξα μου.


Μα είσαι το πρώτο φως και σαν φως ξεπλένεις τα σκότη

Εσύ που είσαι το παρήγορο σκοτάδι


Κύριε είμαι μια βέργα απότιστη

Επέβλεψε Του βλέμματος Σου τη δρόσο

αενάως

Και εγώ θ’ ανθίσω

Κι ύστερα την πυρκαγιά

Ν’ αναληφθώ προς Εσένα

Όλος χρυσό.


Κύριε είμαι το βογκητό

Που παραμιλώ, έρμαιος σαν γυρίζω

Στην διαδοχή των ημερών και των νυχτών

Την άδεια, κι Είσαι το νόημα που σκεπάζει

Τους τραυλισμούς της αδέξιας φωνής.


Κι Είσαι η σιωπή που μου μιλά

Και που θωπεύει τα βάσανα των αυτιών μου

Και βαλσαμώνει τους τρόμους των ματιών.


Κύριε πύκνωσε τα βλαστήματα στους θείους αρμούς

Επισύναξε τη δρόσο Σου επ’ εμού

Να φύγει η μέρα η κοπιώδης η αστάλαχτη.




Κύριε είμαι η βέργα η απότιστη

Που Εσύ την εβλάστησες με την απρόσμενη χαρά

Και εξάστραψες το πρόσωπό μου λευκότερο χιόνος

Μέσα στου θέρους τις ανάλγητες ανηφοριές.



Στις δροσερές σκιές απογευμάτων

Κάμε το πνεύμα να φυσήξει Κύριε

Ανάλαφρο, όπως Εσύ γνωρίζεις

Και φέρε Κύριε ειρήνη, ειρήνη στις καρδιές μας.


Πατέρα που Εσύ γνωρίζεις τις ψυχές

Δείξε μου τόπο, καθάρισε τη μνήμη

Απ’ όλα μου τα μαρτύρια



Κύριε κι αν δεν απέλθουν τα μαρτύρια από πάνω μου

Στρέψε τουλάχιστον το βλέμμα μου

Στα φωτεινά τοπία Σου και στους ουράνιους αντικατοπτρισμούς

Του κόσμου που ετοίμασες γι αυτούς που όρισες

να σταυρωθούν προτού να λάμψουν.



Κύριε προστάτεψέ μου την προσευχή

Άστη νε άθικτη μέσα στο στήθος μου

Κι ύστερα λευτέρωσέ την

Απρόσμενα ωσάν πουλί

Στο ιδικό Σου ορίζοντα

Εκεί που θα λάμπει το πεπρωμένο

Αναστάσιμο

Μες τους ροδώνες του ανέλπιστου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης