Προσκύνησες και φίλησες ποδιές
κατουρημένες
ιδέες ακολούθησες πλαστικοποιημένες
σε πήρε ο κατήφορος που γυρισμό δεν
έχει
οι πρώην φίλοι φτύνουμε και συ
θαρρείς πως βρέχει
για λίγα ξεπουλήθηκες, για τα πολλά
ελπίζεις
στη φάκα σου πετάξανε τυρί να
ροκανίζεις
δεινός αφισσοκολητής με γλώσσα δύο
πήχες
την τύχη σου την έκανες και την
υγειά σου βρήκες
το κόμμα σε χρειάζεται τη μάχη να
κερδίσει
επάνω σου να στηριχτεί αν κάποτε
γλιστρήσει
την επαρχία μούντζωσες για χάρη της
Αθήνας
τα δάχτυλά σου έχωσες στο μέλι σαν
κηφήνας
γιατί να βασανίζεσαι στη ζέστη και
στο κρύο
αφού μπορείς να βολευτείς σε
βουλευτή γραφείο ;
δεν είν’ ευκαταφρόνητος ο ρόλος του
κλητήρα
που λιβανίζει ολημερίς τον κάθε
εθνοσωτήρα
και πιάνεται η μέση σου όταν
διπλοτσακίζεις
χαμπάρι μη σε πάρουνε όσοι τους
χαφιεδίζεις
κοιμήθηκες και ξύπνησες σε θέση
εξουσίας
δικαίωση των κόπων της ευδόκιμης
θητείας
όπως ο γυμνοσάλιαγκας που μάντρες σκαρφαλώνει
στα κάγκελα κρεμάστηκες και βγήκες
στο μπαλκόνι
λύνεις και δένεις τα σκοινιά και
παίρνεις αποφάσεις
αποσοβείς τα σκάνδαλα πριν πάρουν
διαστάσεις
είν’ ο μισθός σου άξιος κι η εξέλιξη
ραγδαία
μα και ο φθόνος των εχθρών κατάληξη
μοιραία
κατηγορίες στο κενό όσες κι αν πουν
θα πέσουν
τα ίχνη σβήνεις, μάταια
παλεύουν να σε δέσουν
κι έχεις τους άσσους πάντοτε
κρυμμένους στο μανίκι
γιατί στα ντέρμπι σίγουρη ποτέ δεν
είν’ η νίκη
υπόγεια συμφέροντα και
εξυπηρετήσεις
συχνά σε ξελασπώνουνε αν αλλαξοπιστήσεις
γιατί μπορεί σαν άνθρωπος στρατόπεδο
ν’ αλλάξεις
μια ευκαιρία αν βρεθεί απ’ τα μαλλιά
ν’ αρπάξεις
μα να προσέχεις, θα ‘λεγα, αυτό τ’
αλισβερίσι
πολλοί δεν ήπιανε νερό κι ας φτάσανε
στη βρύση
κι αν σήμερα κορδώνεσαι σαν κόκορας
λειράτος
θα είσαι πάντα ποντικός που τόνε
τρώει ο γάτος.