Πες πως προκύψαμε αιφνίδια εδώ
δίχως ονόματα και δίχως ιστορία...
Σκιές απρόσωπες σ’ απέραντα τοπία...
κάποιο τυχαίο δειλινό αρχές Σεπτέμβρη...
Σκιές απρόσωπες, πλανώδιες στη ρέμβη
κάποιου αγίου-λέει- που πέρασε απο ‘δώ
και στ’ όνομά του έχει χτιστεί το εξωκκλήσι...
Την ώρα αυτή που ο ήλιος γέρνει προς τη δύση
πισωφωτίζοντας λαθραία το βουνό
για να μπορούνε καθαρά να διακρίνονται
οι μυτερές του κορυφές και τ’ άγρια δέντρα
και σ’ ένα αόριστο ορίζοντα να ορίζονται
καθώς σκαλίζονται σαν σχήματα ακέραια
από καλέμι αόρατο στου κόσμου τον καμβά...
-Έλα κοντά και θα με δεις να σχηματίζομαι
από ένα μίγμα αρωμάτων και χρωμάτων
με το χρυσό περίβλημα της αντηλιάς...
Μόνο γι’ αυτό έτυχε ξάφνου να υπαρχώ...
γιατί σουρούπωνε και φύσηξε νοτιάς
κι ομοθροΐσανε οι φυλλωσιές αντάμα-
θάμα ήτανε και έμεινε κρυφό...
Μόνο για αυτό
πήρα ολόκληρος να γίνομαι...
γιατί κελάρυζε καθάριο το νερό
κι εσύ δειλά με κρυφοκοίταξες να γδύνομαι
για να πλυθώ ανυποψίαστος στο ρέμα
κι ήταν το βλέμμα σου ένοχο και ντροπαλό-
πόθος υγρός μέσα σε κόρες διεσταλμένες
που εντός τους άυξανα κι εγώ, διαστελλόμουνα
και σκαλιζόμουν απ’ τ’ αόρατο καλέμι
με το κατάφωτο επίχρισμα του ήλιου...
Περιγραφόμουνα σε στίχους ενυπνίου
νέος και μπρούτζινος για να μ’ ονειρευτείς
σαγηνεμένη, ολόδοτη κι επιρρεπής
να με καλείς
κρυμμένη πίσω απ’ τα φυλλώματα
για να σε πάρω ξαναμμένος επί τόπου
πάνω στις πέτρες, τα χορτάρια και τα χώματα
αποδομώντας μου το σχήμα του ανθρώπου
σε μίγμα διάχυτο χρωμάτων, αρωμάτων
κι αποσπασμάτων ιστορίας πιθανής
που όλο μέλλεται και όλο αποκλείεται
στ’ αναποφάσιστο του κόσμου πεπρωμένο-
όπου όλα υπάρχουνε μαζί και δεν υπάρχουνε
γιατί εκεί που συντελείται ο χωροχρόνος
δεν έχει μείνει πια κανείς να τα ονομάσει...
Μόνο το θαύμα να ξεγίνει αποκλείεται,
ο τόπος σείεται και αναδύεται
μέσα σου όλο μου το είναι ν’ αγαλλιάσει...
Μόνο γι’ αυτό έτυχε ξάφνου να υπάρχεις
γιατί μας βρήκ’ η νύχτα μες στο πουθενά
κι έγιναν θαύματα μεγάλα κι αφανέρωτα,
γιατί αχόρταγα σου κάνω ακόμα έρωτα
με την ορμή της απαρχής αυτού του κόσμου
και σκαν’ σαν έκρηξη μες στ’ άπειρο αξημέρωτα
από εντός μου
του συμπάντου οι αχοί...
Μόνο γιατί με υποδέχεσαι εσύ,
γι’ αυτό αυξάνομαι και πολλαπλασιάζομαι
στα διαρκώς διευρυμένα όριά σου...
κι έτσι που σμίγουν η θωριά μου κι θωριά σου,
σαν ένα όν γιγαντωνόμαστε μαζί
και τη γραμμή ο ένας τ’ άλλου προεκτείνει
κάνοντας δίνη επιτόπια, συνεχή
γύρω απ’ του κόσμου τον πυρήνα που θερμαίνει...
Τρέμει και πάλλεται τ’ αόρατο καλέμι
και ανεξέλεγκτα τραβάει τη γραμμή
σμίγοντας δέντρα με κορφές, νερά και χώματα,
σχήματα ακέραια, χορτάρια, πέτρες, σώματα
απ’ άκρη σ’ άκρη κι από γή σε ουρανό...
Διατρυτό κεντάει με τέχνη στα τοιχώματα
αυτού του κόσμου το ανάμεικτο υλικό
και αδιαίρετα τα πράγματα ορίζει
στο μετερίζι αυτό
όπου όλα τ’ αφανέρωτα
ξεκαθαρίζει με ρυθμό...Σου κάνω έρωτα!
-έρωτα αχόρταγο ακόμα – σκέτο έρωτα
στου χωροχρόνου τ’ αδυσώπητο κενό
και του συμπάντου οι αχοί μας ονομάζουν.
...........................................................................
Κοντά ξημέρωμα και όλα ησυχάζουν...
κρατάει το τέμπο η κουβέντα η ψιλή
των μεθυσμένων γρύλων στο σκοτάδι...
Στο εξωκκλήσι ερημιά...περίπου τίποτα...
Καλό σημάδι!
Μέσα στο τίποτα εκκολάπτεται το πάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου