Εσίγησεν το μήλο, στ'
ανεβοκατέβασμά του
η λαλιά σταμάτησε το
όργωμα στον οισοφάγο
και τα χείλη δεν έδειχναν
πλέον συναίσθημα.
Εκκωφαντικοί ήχοι παντού.
Το ξερό φύλλο ακουμπώντας
στο μάρμαρο
η μέλισσα που ρουφάει το
χυμό του άνθους.
Γλέντι πένθους σε χωμάτινη
αυλή.
Σαν είδε την αλήθεια του
άχρωμου φωτός
της μέρας
παιδάκι κοντοκουρεμένο
ένοιωσε,να μαθητεύει
σε ξύλινα θρανία.
Η άλλη όψη της ματιάς του,
τον ξαναγέννησε.
Την χάρηκε,την γυναικεία
μορφή μπροστά του
την θαύμασε,την πόθησε και
λύγισε τα γόνατα
στο προσκύνημα της.
Η ελευθερία του
αγγίγματος,το μοίρασμα
της ιδέας του γάμου τους,
ήταν προτόγνωρα
ταξίδια και για τους δύο.
Να τολμήσουν άραγε ν’
ανέβουν
την μπουκαπόρτα μαζί;
Σκοτεινή φαίνεται η κοιλιά
του πλοίου.
Μαζί δεν θα φοβούνται.
Θα βγούν στον κόσμο,να
μυρίσουν,να τολμήσουν
να χορέψει αυτή και αυτός
να γονατίσει
το ρυθμό να κρατεί της
μουσικής,με παλαμάκια.
Βαρύς με μαύρα ρούχα και
πόνο στα μάτια
κι αυτή ντυμένη με πέπλα
διαφανή
σε διαφανή κορμί,να
στροβιλίζεται στην πρύμνη
φτιάχνουν τον κόσμο τους
τώρα,
δίπλα στους άλλους,μα τόσο
δικό τους,
που μόνο το φως τα ουρανού
θέλουν για να ζήσουν
και το ταξίδι,να βλέπουν
τα βράχια να περνάνε
δίπλα απ’ την κουπαστή κ
αυτή να χορεύει
κ αυτός ν’ αγκαλιάζει το
ρυθμό της μουσικής
μέσα στις παλάμες του,
που τις ζωές τους
σκηνοθετεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου