θαμπά προβάλλεις μέσα από τον υαλοπίνακα της ψυχής μου

Όταν χορεύει ο πουνέντες στα νησιά των Μακάρων
Επικάθεσαι σαν πάχνη πρωινή
Πάνω στον υαλοπίνακα της ψυχής μου
Κάνω να σε παραμερίσω
Μα διχαλωτά υφαρπάζει την εικόνα μου
Της μορφής σου το κερματισμένο καλειδοσκόπιο
Κάνω να σταθώ στα πόδια μου
Δοκώ να αναρριχηθώ στον αέρα
Την απειροελάχιστη ουσία σου να εισπνεύσω
Μα ανήμπορη μετέρχομαι σε αργιλώδη τάφρο να βυθιστώ
Δεν ορίζομαι, δεν υπάρχω
Σκιαμαχώ σαν πλανεμένος ναυαγός
Μόνος να περιεργάζομαι τον ύφαλο που προσάραξες
Σκορπίζομαι άναρχα σε σωματίδια υπέρυθρα
Συνωμοτώντας με της Γαίας τον ομφάλιο λώρο
Να σε οδηγήσω πισθάγκωνα δεμένο σε ιερατείο φλεγόμενο
Κοσμήτορας να γίνεις στο παρακλάδι της Αίρεσης μου!

 

Όταν βοούν οι ζέφυροι στα άσκεπα Κυκλαδονήσια
Εφορμάς σαν λαίλαπα βρυχώμενη
Πάνω στου Κεράτιου κόλπου τα κύματα που διαμένω
Ζητώντας δόλια με φίλτρα μαγικά
Να κανοναρχήσεις τη ροή της σκέψης μου
Κάτοικος εσύ του θανάτου και της εμπλοκής
Άλυσους τραβάς να με εγκλωβίσεις
Στο βυθισμένο βασίλειο σου που αναφλέγεται
Δεν ορίζομαι, δεν υπάρχω
Απέρχομαι της πλάνης σου πεισματικά
Υψώνοντας λευκή σημαία μεσίστια
Απέναντι στους παραχαράκτες και τους ακολούθους
Που σαν ουραγός του σκότους συγκέντρωσες κοντά σου
Θαμπά προβάλλεις μέσα από τον υαλοπίνακα της ψυχή μου
Εγκαθιδρύοντας στο σώμα μου
Μικρές κυψελίδες που φέρουν εγχάρακτο το όνομα σου!

 

Όταν σοβούν οι δυτικοί άνεμοι ταπεινωμένοι
Στα ακρόθυρα της μαργωμένης μου καρδιάς
Εμφανίζεσαι σε άρμα πύρινο ζωσμένος με βέλη
Να αφανίσεις ολοκληρωτικά το σκάφανδρο μου
Δεν ορίζομαι, δεν υπάρχω
Δρομολογώ απλά τις συνιστώσες της μοίρα μου
Παλινωδώντας σε νέες ενοράσεις
- Κρυφές απολήξεις του μηδενός στο κοσμικό μου σύμπαν -
Θεατής εσύ των στιγμών που διεγείρονται
Εναγώνια σταθμίζεις τα περιθώρια της ζωής μου
Μην αφήνοντας χώρο να κρύψω το εξαχνούμενο κέλυφος
Όστρακα φοράς στο λαιμό και με γητεύεις
Τα ρούχα σου κατάστικτα στο αίμα
Προδίδουν το ακάνθινο στέμμα του Έρωτα
Αφήνεσαι στων χεριών μου τη δίψα άοπλος
Να επιτελέσεις αγόγγυστα των χρησμών την τελική πράξη!

 

Όταν χορεύει ο πουνέντες στα νησιά των Μακάρων
Επικάθεσαι σαν πάχνη πρωινή
Πάνω στον υαλοπίνακα της ψυχής μου
Κάνω να σε παραμερίσω
Μα διχαλωτά υφαρπάζει την εικόνα μου
Της μορφής σου το κερματισμένο καλειδοσκόπιο
Κάνω να σταθώ στα πόδια μου
Δοκώ να αναρριχηθώ στον αέρα
Την απειροελάχιστη ουσία σου να εισπνεύσω
Μα ανήμπορη μετέρχομαι σε αργιλώδη τάφρο να βυθιστώ
Δεν ορίζομαι, δεν υπάρχω
Σκιαμαχώ σαν πλανεμένος ναυαγός
Μόνος να περιεργάζομαι τον ύφαλο που προσάραξες
Σκορπίζομαι άναρχα σε σωματίδια υπέρυθρα
Συνωμοτώντας με της Γαίας τον ομφάλιο λώρο
Να σε οδηγήσω πισθάγκωνα δεμένο σε ιερατείο φλεγόμενο
Κοσμήτορας να γίνεις στο παρακλάδι της Αίρεσης μου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου