Ο γέρος ινδιάνος, άναψε την πίπα του
οι γύρες της άναψαν πόθους
έκαναν τις κλειδωμένες αμπάρες ν'ανοίξουν
ξέχειλες οι φαντασιώσεις απλώθηκαν στο χώρο
Τα μάτια μικρά και κόκκινα
έβλεπαν σουρεαλιστικές οπτασίες
Τα λόγια αλληγορικά γεύονταν τις πέτρες
Ο Γέρος άναψε ξανά την πίπα του
Ο καπνός έκανε τα σύννεφα να τσούξουν
τα συκώτια και τα ελάφια γονάτισαν
και οι αρκούδες σώπασαν
το φεγγάρι θόλωσε και τα βουνά μεγάλωσαν
τα φώτα χαμήλωσαν καταχνιά.
Ο Γέρος γέμισε θολά και άναψε.
Οι τσιμινιέρες άρχισαν και τελείωσαν
τα λουλούδια που έβγαιναν ήταν κόκκινα
τα κεφάλια στον αέρα και τα πόδια πατούσαν γη.
Οι μαύρες θάλασσες χαμογελούσάν λευκά
Και τα δένδρα έγιναν πράσινα ξανά. .
Ο Γέρος άναψε την πίπα του.
Η γύρα άφησε εαυτούς και αλυσίδες
πέταξαν ανάλαφρα στο χώρο γελούσαν
το χώμα ανέβηκε ο ουρανός ήρθε χαμηλά
Και έπιασε τ' αστέρια τα λαμπρά
τα έντονα πια χρώματα διαπερνούσαν
τα μάτια μέχρι τις κόρες και τις
μεμβράνες στο μυαλό αντάμα.
Στο κρανίο μέσα το αίμα ανά6λυζε
τα όργανα όλα δυνάμωναν.
Το στόμα ξερό ζητούσε γλύκες
ελαφριά πέρασαν στο χώρο.
Ο Γέρος έκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε
σταυρώνοντας τα χέρια έγινε παιδί
να τρέχει στα λιβάδια όπως τότε.
οι γύρες της άναψαν πόθους
έκαναν τις κλειδωμένες αμπάρες ν'ανοίξουν
ξέχειλες οι φαντασιώσεις απλώθηκαν στο χώρο
Τα μάτια μικρά και κόκκινα
έβλεπαν σουρεαλιστικές οπτασίες
Τα λόγια αλληγορικά γεύονταν τις πέτρες
Ο Γέρος άναψε ξανά την πίπα του
Ο καπνός έκανε τα σύννεφα να τσούξουν
τα συκώτια και τα ελάφια γονάτισαν
και οι αρκούδες σώπασαν
το φεγγάρι θόλωσε και τα βουνά μεγάλωσαν
τα φώτα χαμήλωσαν καταχνιά.
Ο Γέρος γέμισε θολά και άναψε.
Οι τσιμινιέρες άρχισαν και τελείωσαν
τα λουλούδια που έβγαιναν ήταν κόκκινα
τα κεφάλια στον αέρα και τα πόδια πατούσαν γη.
Οι μαύρες θάλασσες χαμογελούσάν λευκά
Και τα δένδρα έγιναν πράσινα ξανά. .
Ο Γέρος άναψε την πίπα του.
Η γύρα άφησε εαυτούς και αλυσίδες
πέταξαν ανάλαφρα στο χώρο γελούσαν
το χώμα ανέβηκε ο ουρανός ήρθε χαμηλά
Και έπιασε τ' αστέρια τα λαμπρά
τα έντονα πια χρώματα διαπερνούσαν
τα μάτια μέχρι τις κόρες και τις
μεμβράνες στο μυαλό αντάμα.
Στο κρανίο μέσα το αίμα ανά6λυζε
τα όργανα όλα δυνάμωναν.
Το στόμα ξερό ζητούσε γλύκες
ελαφριά πέρασαν στο χώρο.
Ο Γέρος έκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε
σταυρώνοντας τα χέρια έγινε παιδί
να τρέχει στα λιβάδια όπως τότε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου