Ασφόδελος

Ακούσια
περπατώ
σ'ακουμπώ
γελάω στις όχθες.
Τυχαία ξημερώνομαι στο Πάνορμο,
οι σκέψεις μού δείχνουν το δρόμο. 
Να πέσω;
ποτέ δεν σκόνταψα στις τύψεις, 
μονάχα
βούταγα - 
αχόρταγες βουτιές
παρακλάδια αμνησίας        που με κόβουν.
Μπορώ να αποτελέσω.
Καθώς περπατώ:
μπορώ να χαθώ. 
Δεν φαντάζεσαι πόσα δέντρα έχει η λήθη,
τύρφες, εξογκώματα
Εδώ 
που περπατώ
κρύψαν τα παιδιά. 
μονάχα ρόγχος ρέει
εδώ
στο πλάι μου.
Άνιση μέρα.
Εισάγει πανωλεθρία, εισάγει μοναξιά.
Δίπλα σου θα στέκει μόνο ο κτήτορας.
Από δω 
μέτρα μακριά
λιάζεται ο χρόνος 
ξορκίζει
ξεφλουδίζει.
Θυμίζει τις καλές μου μέρες - 
στο καντάρι ζυγιάζονται οι θρήνοι.
Θυμάμαι τα καρπολόγια που'σερνε η μάνα, 
τις πέτρες να ξεραίνονται στην
κοιλάδα
τα πρωινά το λίχνισμα - 
κάπου κει ξεχάστηκα κι εγώ. 
Λόγω βάρους,
λόγω ανέμων,         χρησίμευσα στη διαχείμαση. 
Η μυρωδιά χωμάτινων ψεμάτων 
επαγωγών 
υπάρχει ακόμα επάνω μου.
Μυοσωτίδες στο Γέρμα 
μου φωνάζουν "Μη με λυσμόνει" 
θανόντες, παλιές σκιές
ψιθυρίζουν.
Μη με λυσμόνει.
Γελώ, σακατεύω τα δόντια μου
αυτά θυμάμαι από τις παλιές μου 
μέρες.  
Εδώ 
περπατώ
περπατώ
ματώνω         τις φτέρνες μου. 
Τίποτε άλλο δεν μένει εδώ.
Μονάχα πόνος.

1 σχόλιο: