Είναι αργά την νύχτα
και ο αέρας λυσσάει ανελέητα.
Μέσα στην ζεστή κουβέρτα μου
τα κόκκαλά μου τουρτουρίζουν
και κλαίνε.
Σκέφτονται τον άστεγο της Καλλιθέας
που κάηκε ζωντανός
απ' την φωτιά που μάταια-θανατηφόρα
έκαιγε, τον έκαιγε.
Σήμερα κρυώνουν και οι νεκροί,
άλλα οι ζωντανοί κοιμούνται παγερά
αδιάφοροι για τον άστεγο.
Δίπλα στον αποτεφρωμένο
που έσβησε σαν σε τελετή
κοιμάται κι άλλος άστεγος.
Τα άδεια δωμάτια των σπιτιών εκλιπαρούν
Άνθρωποι, ακούστε μας, είμαστε εδώ
διαθέτουμε την ύπαρξή μας
για τον άστεγο.
Ουρλιάζουν τα άδεια σπίτια,
τα έγκατα των άδειων κτιρίων
άνθρωποι, έλεος, ένας άστεγος,
αλλά οι άδειες καρδιές κοιμούνται
σε άδεια σώματα μέσα στην ζέστη.
Θαυμαστή η αξιοπρέπεια
του άστεγου που έκανε
ότι δεν άκουσε τις φωνές
των δωματίων και τα ουρλιαχτά
των σπιτιών και των κτιρίων.
Δεν ξέρει αν αύριο θα ξυπνήσει,
κουκουλώθηκε μ' ένα χαρτόνι
και με το 'να μάτι ανοιχτό φυλάει
σκοπιά ολονυχτία την ζωή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου