Ας ήταν κεραυνός
που βρόντηξε μες την καταιγίδα
Ας ήταν απλώς το καρδιοχτύπι μου
Σημασία έχουν τα νύχια
του αρπακτικού
Τα νύχια που μπήχτηκαν
στη σάρκα μου
και μ’ όργωσαν σαν άγονο χωράφι
Μες την αντάρα σταμάτησε ο ρήτορας
κι η συνέλευση έτρεξε
προς τον υπόγειο σταθμό
καταπίνοντας θειάφι και πιπερόσκονη
ίσως ήταν ο φωσφόρος
που έβαλε φωτιά στα συνθήματα
κι’ έφτυσε βήχοντας ο ρήτορας
το χαλίκι της ορθοφωνίας
Ίσως να ήταν και η Ιστορία
που ‘βαλε φωτιά στα οδοφράγματα
Ας ξεφυσάνε τα πνευμόνια αίμα
Ας βγαίνουν απ’ τη θολούρα
καρχαρίες σιδερόφρακτοι
Ας πέφτουν στο μπουλούκι οι γλάροι
Όπως πάντα
μετά το πρώτο ξάφνιασμα
ο φόβος δραπετεύει
κι’ έρχεται κεραύνια
η ταξική πάλη
να πυρπολεί τα όνειρα
στις γειτονιές των πόθων
Γι αυτό, όσο κι’ αν γεράσαμε
φυλάμε μες στις τσέπες μας
δυο χελωνόδερμες χειροβομβίδες
Κι ένας επίμονος κορυδαλλός
στο στήθος μας φωνάζει:
«κάτω η εκμετάλλευση»,
«ισότητα κι ελευθερία»
Κι αν έχει δίκιο η Ιστορία
Άκαυτη βάτος είναι η Άνοιξη,
που καίγεται στα οδοφράγματα
των λεωφόρων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου