η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Κάλαντα πρωτοχρονιάς

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά 
δουλεύουν ψιλοβελονιά
το μνημό-το μνημόνιο το τρίτο
τώρα που –τώρα που ‘πιασαν το μίτο.

Αρχή που θα βγει αρχηγός  
θεάρεστος καραδεξιός
στη Νου Δου- στη Νου Δου να διαφεντέψει
μήπως και- μήπως κα τη ζωντανέψει.

Τώρα οι θεσμοί μας έρχονται
και δε  μας καταδέχονται
απ’  την κρύ- απ’ την κρύα Εσπερία
κι είν’ σταλμέ- κι ειν’ σταλμένοι απ’ την Κυρία.

Βαστούνε νόμους στο χαρτί
θα μας τραβήξουνε τ’ αυτί
θα πληρώ- θα πληρώσει εφορία
μέχρι κι η- μέχρι κι η κουτσή Μαρία .

Και το χαρτί την έγραφε
τη μοίρα μας την έλεγε 
πως θα κό-πως θα κόψουν τις συντάξεις
μ’ αλλοπρό-μ’ αλλοπρόσαλλες διατάξεις.

Το νέο έτος που θα ‘ρθει
θα μας τη βγάλουν την ψυχή
θα μας κά- θα μας κάνουνε οσίους
όπως στους- όπως στους αγίων βίους.

Του χρόνου μας καλή αρχή
και ο Αλέξης  προσκαλεί
να γελά- να γελάμε κι ας πεινούμε
με χαρά- με χαρά να στολιστούμε.

Πρώτη φορά που κυβερνά
σε τούτη χώρα ‘‘αριστερά’’
ίσως και- ίσως και  να κάνει λάθη
μ’ απ’ τα λά- μ’ απ’ τα λάθη της θα μάθει.

Θα ζούμε βίον  τέλειον 
σύμφωνα  με  Μερκέλιον,
με αγά-με αγάπη με ειρήνη
και με α- και με ‘‘αριστεροσύνη’’.

                                ‘‘ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ’’

                                            (μα Α-μνημονιακά)   

Οι Περίγελοι

Βλέμμα σαφές στο υψόμετρο του Στοχασμού 
τα iαμβικά χαρτιά σας θα αγναντέψω πάλι,
Έλλληνες Ποιητές ''Οδηγητές'', τη σκέψη ρίχνω 
στη φωτιά του Μέτρου να ψηθεί, σα ναναι ατσάλι.

***
Μια βάση διεκδίκησα και γω, τις φλέβες μου
τις Εθνικές κατέστρεψα,στη Γνώση εθισμένος....
Οι δυό κρόταφοι μου άσπρισαν-τους ρήμαξα
σε κάθε τι νοηματικά Πανάξιον σκυμένος.
***
Πολλά τα συναισθήματα, με φόντα πάντα κίτρινα
η λησμονιά' σας τσάκισε..Τόμοι-βιβλία
τι κι αν μου φθείρει τη ψυχή αυτό, αδιαφορώ..
Ποτές δε με προδώσατε.. Πνευματικά θηρία!
***
Όλο το βιός σας εξοδέψατε στα γόνατα ''Ποιητές''
ωμά μασώντας τα ''προφητικά γραμμένα''
έως και τα φθινόπωρα δεν άντεξαν ελύγισαν
εμπρός στα χέρια σας τα αλοιωμένα!
***
Σε μέρη μαγικά ταξίδεψα του Αλφάβητου,
σοφούς ανθρώπους γνώρισα μα καταποντισμένοι
ενός Κόσμου αστόχαστου'' οι ''Περίγελοι''
κυνηγημένοι και απ' τους πάντες, ξεχασμένοι.
Λησμονημένα σώματα

Γύρε το Βλέμμα Σου το Αμόλυντο, χέρι γυμνό
και δύστυχο σου γνέφει την σιωπή του
Δίψασε η πένα..κοινώνησε την μελάνι ταπεινό
σκούζει ο στίχος σαν αρνί προς στη σφαγή του.
***
Λησμονημένα σώματα δίχως ψυχή-ουσία είμαστε
στην απορία μας για λίγο, Ακιβδήλευτε Συ στάσου
και τα λαγούμια γίναν αφιλόξενα...
τυρανισμένοι τώρα πια σερνόμαστε μπροστά σου.
***
'Μπρός στο' καθρέφτη κάθενος, ''Τιμώρημα'' ένα στέκεται
Ίσο, τα χερια απλώνουμε παράλυμένα-κρύα,
ο γήινος εγωισμός μας εγονάτισε, πίσω
απ' ανθρώπων δάχτυλα κρύβεται η Μωρία.
***
Σαν ορφανά φαντάσματα Γονέα ψάχνουμε, 
έλα και τώρα πε μας.
Άστρα μυστήρια σιωπές. Εμείς...που όλα τα αναλύσαμε...
τα ξέρουμε! μα πώς να ξεψυχήσουμε
δε μάθαμε Χριστέ μας. 


ΘΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ

Θα ξυπνήσεις σε μια άλλη ζωή,
με το φίλτρο της καρδιάς σου
απαλύνω, λευκό, διάφανο,
να τυλίγει το μυθικό σου όνειρο.

Ο ταπεινός ουράνιος θόλος
σκοτεινιάζει άχρωμα
στο μουντό άυλο τοπίο
με τα αγριολούλουδα,
χωμένα σε βραγιές.

Η αύρα σου φωσφορίζει μαύρο φως
στην ατσάλινη υφή
καθώς απολιθωμένες σκιές
φωτίζουν την ψυχή σου.

Μια θαυμάσια διαύγεια
ολοκληρώνεται με τις έξι αισθήσεις,
καθώς τα φιδίσια μαύρα μακριά σου μαλλιά
πλέκονταν ομοιόμορφα στη σκέψη μου.
Μια φωτιά από ανάλαφρο χιόνι
φλέγεται μέσα στα σωθικά μου,
προερχόμενο από το φιλί σου,
καθώς έμεινε στα χείλια μας
αιώνια, όταν καιγόμασταν.

Άναψα απέραντα άσβεστα κεριά,
κατέβασα την κιθάρα σου,
τραγουδώντας ανάγλυφες μουσικές
που πάντα σε συγκινούσαν.

Οι σκιές των βλεφαρίδων σου
κείτονταν σε ύπνο ανάλαφρο
φωτίζοντας τα κρυστάλλινα κόκκαλα,
καθώς η απολιθωμένη φωτογραφία σου
κυματίζει νοερά στο προσκεφάλι σου.
  
Το πρόσωπό σου έλαμπε
βυθισμένο στο απόλυτο κενό
του πεπρωμένου μου,
καθώς η μυστηριώδης λεπτή λάμψη
εξαφανιζόταν στο απύθμενο
σκοτάδι της μοναξιάς μου.

Ο βουβός ήχος κάθε σταγόνας δροσιάς,
του μορίου της άκαυτης στάχτης,
παρασέρνει ατάλαντα
στο νερό το προσωπείο σου,
όταν ταξιδεύει το πνεύμα σου,
σε άλλες ζωές, αθάνατες.

Αναστάσιμες κορδελιάστρες

Αναστάσιμες κορδελιάστρες
Άπαχες
Λεπρές τύψεις προδοσίας
Ηδονικές , σαρδόνιες διακυμάνσεις
Ηθικής-παρανομίας.
Η γοητεία της περιγραφής έγκειται στο ότι δεν θέλεις να τελειώσει
Η αθηναϊκή βεγγέρα κι έτσι τραβάααει τραβάααει…
Ώσπου να ξημερώσει.
Δυστυχώς ,
Δεν υπάρχει άπειρο
Έρχεται πάντα το πρωί
Η καθημερινότητα σου τσακίζει τα κόκκαλα
Ενώ η νύχτα γεννιέται ώρα οχτώ και μέχρι να ξεφτίσει ,
Είναι μια μεγάλη ντίβα του πενταγράμμου
Που κάθε βράδυ γηράσκει
Αεί διδασκόμενη .

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης