η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Επόμενη της νύχτας

Όλο το βράδυ θρήνησα
Έκλαψα σε χώματα και στάχτες 
Πάλεψα με μουσικές 
Νίκησα φωτογραφίες 
Έδωσα χρόνο στη νύχτα 
να με φέρει πίσω η ζάλη 
Πήρα δάκρυα για το δρόμο
Έδωσα στον φόβο εσένα να μην είσαι μοναχός 
Σε έβλεπα να φεύγεις
Η φιγούρα σου λιγνή κυρτή να σβήνει 
Το δεξί σου χέρι που πάντα είχα για πυξίδα χάθηκε 
Λέξη όμως δεν είπα 
Στο υποσχέθηκα 
Γιατί εκείνο το βράδυ το θυμικό μου τέρας σε είχε εξαγνίσει μια για πάντα 
Σε συγχώρεσα

Η σημασία του δέρματος των ονείρων είναι η ίδια

Αναμασημένα τα λογικά τόσο του Έρωτα όσο και του Αντέρωτα/
Έγιναν κοτσίδες τα νεύρα και οι θυμοί της Αρετής και της Κακίας./
Βαριά η ελαφρότητα του Είναι 
Όσο και το μεγαλειώδες βάρος του βαμβακιού/
Κρεμασμένα ανασαίνουν τα τοτέμ των προδιαθέσεων για την καταστροφή 
της συμπάσης πραγματικότητας, 
οπόταν ακροβατούν στις ράχες σου τα γαργαλητά ακροδαχτύλων
Και
…ναι…
το σύμπαν (ολόκληρο),κάποτε, θα χωράει  σε δαχτυλήθρες άλλων εποχών!

Από τα μεγάλα ρουθούνια της κάθε ημέρας φαντάζει να εκπνέουν χιονοστιβάδες χαμόγελα με ξεκάθαρα τα δόντια,
ύστερα από ύπνους, στριφογυρίζοντας στα γαλάζια σεντόνια,
χωρίς την αλμύρα της θάλασσας μα
με τα σάλια των δερμάτινων πλασμάτων που σχηματίζονται και μπουρδουκλώνονται ανορθόδοξα και τόσο ελαστικά την ίδια στιγμή…
παρόλο το παράδοξο στο άκουσμα…!


Τα χιλιόμετρα στην θάλασσα ταξιδεύουν πιο αργά από αυτά στον αέρα…
Και το σασπένς σκαρφαλώνει στην μύτη και την γαργαλάει,
με λόγους που ντύνουν προσμονή…περιέργως έντονη, όπως πρωτόγνωρη, που
σαν να επιστρέφει με μνήμη χρυσόψαρου/
και βιώνει πράγματα ήδη βιωμένα,
Με όμορφο θάρρος…/
Πλέον υπάρχουν απέριττες ντροπές, χλωμιασμένες από μόνες τους,
καθώς οι αφροί των κυμάτων σχηματίζουν φράσεις
σε θάλασσα κάπως αναστατωμένη·/
Τότε τα νεύματα από τα κασκόλ σημαίνουν ταχύτητα ανέμου.

{Ο ήλιος ξεραίνει την αλμύρα στα μάγουλα του πλοίου αφήνοντας τα να σκάνε σε καταραμένη επαφή όσο ο καιρός περνάει και το πλοίο ταξιδεύει στα περιπετειώδη χάδια της θάλασσας…

Οι μέρες σταματούν να ταξιδεύουν τα βράδια,
Τότε, αυτές τις αγγίζουν οι άνθρωποι των παθών εξαναγκάζοντάς τις 
να απεκδυθούν τα λαμπερά κοσμήματα του χρόνου 
ιδρώνοντας στα βήματα και στις προπόσεις των μεθυσμένων ανθρώπων,
ενεοί, όπως θα κείτονται,
χαμερπείς, καθώς θα βρίσκονται,
ασθματικοί, όπως θα ακούγονται …όλα αυτά για μια σταλιά χαλασμένο ρούμι,
ξεβρασμένο στον πρώτο ύφαλο του κόλπου της αναμονής…

οι νεκρές χελώνες προφασίζονται την ύστατη ηλιοθεραπεία και 
οι κυρίες με τους άσπρους ίσκιους των μπιζού πάνω στα δάχτυλα και τους καρπούς
καψαλίζουν αλατισμένα δέρματα στις ακτές των ηφαιστείων και ξάφνου…
εκρήγνυται ο ομφαλός της σχέσης,
σπάει η κλωστή που ενώνει τις αποστάσεις από τα σύννεφα στα βλέφαρα,

ανοίγουν τα δάχτυλα για να αγκαλιάσουν τους ώμους…}

ΗΡΘΑΝ

Λίγη ντροπή δε σου 'μεινε και λίγη τσίπα
να περιμένεις τους βαρβάρους να σε σώσουν
την ύπαρξη σου έκρυψες σε τούτη εδώ την τρύπα
ζώντας με μίαν προσμονή,να σε γλιτώσουν

Της ύπαρξης σου διάβηκαν τα τείχη
και συ παιδί αμούστακο, τους άνοιξες να μπούνε
κερκόπορτες βρήκαν πολλές, απ΄την στραβή σου τύχη
κι απ΄τους κακούς λογαριασμούς πολλά κακά θα ρθούνε
Ήρθαν οι βάρβαροι, το δίχως άλλο

μέσα στης πόλης τα στενά περιδιαβαίνουν ήδη
μαζί μ΄αυτούς να, φτάνει έρχεται κακό μεγάλο
κι η μοίρα σε περιγελά ως νάσουνα παιχνίδι

Κι αν κάποιος κάποτε σταθεί στα λίγα λείψανα σου
με απορίαν περισσή πως πέθανες δώ χάμω
με θάρρος που σου έλλειψε και μές τα δάκρυα σου
να πείς πως έχτισα πολλά ονείρατα στην άμμο

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης